Του Μιχάλη Βαλιανάτου για το Καμίνι
Τέτοιες μέρες, πριν 77 χρόνια, η Ελλάδα είχε μπει για τα καλά στις εθνοκτόνες μυλόπετρες του Εμφυλίου πολέμου. Μιας περιόδου που θα ταλάνιζε για πολλά – πολλά χρόνια την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Επειδή για τον «καλό Θεό που πάντα σώζει την Ελλάδα» έχω αρκετές επιφυλάξεις, επιτρέψτε μου προς στιγμήν να τον παρακάμψω και να αναφερθώ στον Οκτάβιο Μερλιέ και στον Ροζέ Μιλλιέξ.
Δύο ανθρώπους που εκείνη την σκοτεινή περίοδο, διαβλέποντας τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα (είχαν ήδη μεσολαβήσει τα Δεκεμβριανά του 1944), αποφάσισαν, κυριολεκτικά, να σώσουν τουλάχιστον την ελληνική νεολαία, παρέχοντας υποτροφίες σε αντιστασιακούς και προοδευτικούς Έλληνες (κυρίως φοιτητές) για να σπουδάσουν στο εξωτερικό και να σωθούν από τα πάθη της αδελφοκτόνας σύρραξης.
Διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου στην Αθήνα ο πρώτος και γενικός γραμματέας ο δεύτερος, ένθερμοι φιλέλληνες, παντρεμένοι και οι δύο με Ελληνίδες, τη Μέλπω Λογοθέτη-Μερλιέ και την Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ αντίστοιχα, βλέποντας τον κίνδυνο που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι μιας ολόκληρης γενιάς επιστημόνων και καλλιτεχνών, έσπευσαν να φυγαδεύσουν όσους μπόρεσαν στο εξωτερικό για σπουδές,με υποτροφίες που τους παρείχε η γαλλική κυβέρνηση.
Έτσι, στις 22 Δεκεμβρίου 1945, το νεοζηλανδέζικο πλοίο «Ματαρόα», που στα πολυνησιακά σημαίνει «η γυναίκα με τα μεγάλα μάτια», φορτωμένο με σχεδόν 130 άτομά, σάλπαρε από τον Πειραιά για το λιμάνι του Τάραντα.
Από εκεί, μέσω Ρώμης – Μπολόνια – Βασιλείας, οι νεαροί Έλληνες έφθασαν σιδηροδρομικώς στο Παρίσι στις 28 Δεκεμβρίου. Ελεύθεροι και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το νοσηρό κλίμα που δημιουργούσαν στην Αθήνα οι «εθνικόφρονες» και οι «κομμουνιστές».
Αναμεσά τους οι κατοπινοί φιλόσοφοι Κορνήλιος Καστοριάδης, Κώστας Παπαϊωάννου, Μιμίκα Κρανάκη, Κώστας Αξελός, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος, οι φοιτητές αρχιτεκτονικής Εμμανουήλ Κινδύνης, Αριστομένης Προβελέγγιος, Αθανάσιος Γάττος, Κωνσταντίνος Μανουηλίδης, Νικόλας Χατζημιχάλης, Γιώργος Κανδύλης, Πάνος Τσολάκης, Τάκης Ζενέτος, ο κινηματογραφιστής Μάνος Ζαχαρίας, ο γλύπτης Μέμος Μακρής, ο ζωγράφος Ντίκος Βυζάντιος, ο μουσικός Δημήτρης Χωραφάς, ο τεχνοκριτικός Αγγελος Προκοπίου, οι γιατροί Ανδρέας Γληνός και Ευάγγελος Μπρίκας, η συγγραφέας Έλλη Αλεξίου, η ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου, η ζωγράφος Νέλλη Ανδρικοπούλου, ο ποιητής Ανδρέας Καμπάς, οι φιλόλογοι Εμμανουήλ Κριαράς και Σταμάτιος Καρατζάς και πολλοί άλλοι.
«Δυστυχώς φοβάμαι ότι αν δεν είχα φύγει, ασφαλώς δε θα μπορούσα να είχα κάνει αυτά τα οποία νομίζω ότι μπόρεσα και έκανα φεύγοντας έξω. Δε θέλω να πω ότι φοβάμαι ότι θα με είχε φάει η Ελλάδα, αλλά περίπου το αίσθημα είναι αυτό», θα εξομολογηθεί μετά από χρόνια ο Κορνήλιος Καστοριάδης.
«Κυρίως ήθελα νέους επιστήμονες που θα πήγαιναν στο Παρίσι, τη Λυών, το Μονπελιέ, το Νανσύ, το Στρασβούργο, θα παρακολουθούσαν τη γιγαντιαία δουλειά της ανοικοδόμησης και γυρνώντας κατόπιν στην Ελλάδα θα προσφέρανε τη δημιουργική τους εμπειρία», θα πει αργότερα ο Οκτάβιος Μερλιέ, μιλώντας για τις υποτροφίες που κατόρθωσε να αποσπάσει από το γαλλικό κράτος για τους νεαρούς επιβάτες του νεοζηλανδέζικου πλοίου.
Θέλετε να μάθετε την συνέχεια;
Το τότε αθηναϊκό κατεστημένο συνασπίσθηκε και κατόρθωσε να μπλοκάρει την προαγωγή του Οκτάβιου Μερλιέ σε Μορφωτικό Ακόλουθο της Γαλλικής πρεσβείας στην Αθήνα.
Ο λόγος;
Μα επειδή οι περισσότεροι υπότροφοι ήταν αριστερών πεποιθήσεων!