16.4 C
Galatsi
Πέμπτη, 2 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Το μάννα της μάνας

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Ένα διήγημα του Γιώργου Δ. Μπέτη

    Μερόνυχτα τώρα χιόνιζε ασταμάτητα στην πόλη. Νιφάδες έπεφταν και κάλυπταν τις στέγες και τις ταράτσες, τους δρόμους και τ’ αυτοκίνητα, μέσα σ’ εκείνη τη τρομαχτική σιγή που ο χιονιάς επιβάλλει στα πάντα. Ουρανός, σύννεφα και γη είχαν γίνει ένα, καθώς το χιόνι έπεφτε πυκνό. Ξεχώριζες μόνο τα έντονα χρώματα κάποιων κουφωμάτων ή κάποιων κατοικιών που η ιδιοτροπία των ιδιοκτητών τους τις είχε βάψει κοκκινωπές ή καφετιές, πράμα παράξενο για χώρα θερμή σαν τη δική μας. Ο καπνός από τις καμινάδες των τζακιών ανέβαινε σιγά προς τον ουρανό, δείγμα πως η πόλη κατοικούνταν, παρόλο που τ’ αυτοκίνητα σπάνιζαν στους δρόμους.

    Αυτός, κολλημένος στο παράθυρο του σπιτιού του, κοιτούσε τον έξω κόσμο με βλέμμα απλανές, βουτηγμένος στις σκέψεις του, ξεκομμένος εντελώς από τους υπόλοιπους της οικογένειάς του. Μέρες είχε να δουλέψει. Ποιος χτίζει με τέτοιον καιρό;

    -Ρε Γιάννη, βάλε καμιά φωνή! Δεν τ’ ακούς που μαλώνουν;

    Η φωνή της γυναίκας του από την κουζίνα  έφτασε στ’ αφτιά του, τον ταρακούνησε και τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Ξαφνιάστηκε λοιπόν και, βλέποντας τον πεντάχρονο γιο του να τραβά την οχτάχρονη κόρη του απ’ τα μαλλιά, έκανε πως αγρίεψε:

    -Μένιο! Είπε αυστηρά.

    -Μένιο! Πόσες φορές έχουμε πει ότι δε χτυπάμε τα κορίτσια;

    Και γυρνώντας προς την κόρη του:

    -Κι εσύ, βρε χαζή, κάθεσαι και τον αφήνεις να σε δέρνει;

    -Τον λυπάμαι, μπαμπά! Είπε εκείνη.

    -Τον λυπάσαι; Άφησέ τον να σε ξεμαλλιάσει λοιπόν! Μην ξανακούσω όμως κουβέντα. Εντάξει;

    Τα παιδιά μαζεύτηκαν και έκαναν ότι ασχολούνται το καθένα με τα δικά του παιχνίδια. Μόλις όμως ο πατέρας τους γύρισε προς το παράθυρο πάλι, έκαναν νοήματα απειλητικά το ένα στο άλλο. Δεν τολμούσαν όμως να κάνουν φασαρία.

    -Έτοιμο το φαγητό! Είπε η γυναίκα του βγαίνοντας από την κουζίνα.

    -Τι έχεις πάλι; είπε σιγανά πλησιάζοντας το Γιάννη.

    -Τι να ‘χω, βρε Γιώτα; Της απάντησε το ίδιο σιγά. Δε βλέπεις τι γίνεται; Πού θα πάει αυτή η κατάσταση; Μέρες τώρα χωρίς μεροκάματο! Πώς θα ζήσουμε; Κι εκείνη η γριά στο χωριό τι να κάνει άραγε; Τι τρώει;

    Δυο μέρες είχαν περάσει από τότε που η τηλεόραση και το ραδιόφωνο ενημέρωσαν τους πολίτες ότι πολλά χωριά, ανάμεσά τους και το δικό τους, είχαν αποκλειστεί.

     Όταν τ’ άκουσε αυτός, έπεσε σε βαριά περισυλλογή. Τι θα φάει η μάννα του; Αυτός της ψώνιζε τα τρόφιμα της εβδομάδας και τα ‘στελνε κάθε Σάββατο με το λεωφορείο της γραμμής. Η γιαγιά ήξερε και περίμενε στην πλατεία, για να πάρει το σακούλι με τα ψώνια. Όταν, μια φορά στο τόσο, γιος της με την οικογένειά του πήγαιναν στο χωριό, παίρναν τ’ άδεια σακούλια στ’ αυτοκίνητό τους, για να συνεχιστεί και πάλι η ίδια ιστορία.

      Η Γιώτα τον αγκάλιασε.

    -Κάτι θα βρει! Του ψιθύρισε. Μη φοβάσαι. Όσο είναι γερή, δεν έχει φόβο!

    -Αυτό ακριβώς με προβληματίζει! της αποκρίθηκε. Είναι γερή;

    -Μη λες κουταμάρες! Τον αποπήρε.

    Σε δυο μέρες η συγκοινωνία με το χωριό αποκαταστάθηκε κι αυτός βρέθηκε στο πρακτορείο, για να βρει κανέναν συγχωριανό του και να μάθει νέα για τη μάνα του. Η έκπληξή του ήταν τεράστια όταν ο παλιός του συμμαθητής και φίλος, ο Κώστας, του παρέδωσε ένα σακούλι από τη μάνα του.

    -Η γριά σου είναι μια χαρά! Του είπε. Παλιό κόκκαλο! Δεν έχει ανάγκη. Μου έδωσε να σου φέρω και τούτο το σακούλι. Είχες ξεχάσει, μου είπε κάτι μάλλινα ρούχα των παιδιών στο χωριό και τώρα, με το κρύο θα τους χρειαστούν!

    Ευχαρίστησε το φίλο του και γύρισε στο σπίτι του προβληματισμένος. Τι ρούχα των παιδιών είχε ξεχάσει στο χωριό η Γιώτα; Γιατί δεν του είπε τίποτα;

    -Ποιος ξέρει! Συλλογίστηκε.

    Όταν μίλησε με τη γυναίκα του, εκείνη τον διαβεβαίωσε ότι δεν της έλειπαν ρούχα των παιδιών.

    -Θα άφηνα μάλλινα ρούχα των παιδιών το χειμώνα στο χωριό; Για πότε; Για το καλοκαίρι; του είπε περιπαιχτικά.

     -Ξέρω κι εγώ; αναρωτήθηκε ο Γιάννης.

    -Αντί να λέμε κουβέντες δεν τ’ ανοίγουμε; ρώτησε η Γιώτα.

    Σε λίγο το σακούλι είχε ανοίξει κι προβληματισμός μεγάλωσε. Δεν υπήρχαν ρούχα των παιδιών! Κάτι κάλτσες της γιαγιάς παραγεμισμένες με παλιόχαρτα, μια μπλούζα που δεν τη φορούσε ποτέ κι ένα σημείωμα: “Είμαι καλά. Σας φιλώ όλους.”

    -Να το! Είπε ο Γιάννης. Το ‘χασε η γριά! Άλλα λέει, άλλα κάνει και μάλιστα παράξενα.

    -Μη βιάζεσαι! Τον παρατήρησε η Γιώτα. Ας δούμε πρώτα τι έχουν μέσα οι κάλτσες. Γιατί τις παραγέμισε;

    Βάλθηκε να τις αδειάζει μία-μία. Τίποτα το σημαντικό! Παλιές εφημερίδες! Γέμισε ο τόπος άχρηστα παλιόχαρτα.

    -Α! ρε μάνα! Είπε απογοητευμένος και προβληματισμένος ο Γιάννης.

    -Κοίτα! Του είπε η Γιώτα και του έδειξε ένα φάκελο. Κοίτα!

    Τον πήρε και τον άνοιξε. Ήταν ολόκληρη η αγροτική της σύνταξη!

    -Η μάνα σου όχι μόνο δεν το ‘χασε, αλλά τα ‘χει τετρακόσια και μας σκέφτηκε τώρα στα δύσκολα! Και την πήραν τα δάκρυα.

    -Α! ρε μάνα! Είπε πάλι δακρυσμένος ο Γιάννης. Τώρα όμως άλλα σκεφτόταν!

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Σταύρωση και Ανάσταση κατά τον πρώιμο χριστιανισμό

    Το κείμενο της Μαρώς Τριανταφύλλου πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science...

    Η τελευταία μάζωξη

    Γράφει η Μαρία Κ. Στο σχετικά μικρό καφενείο του Νώντα,...

    “Ιησούν ή Βαραββάν;”

    Γράφει η Μαρία Κ. Δεκαεννιά χρόνων η Δημητρούλα, μικρή για...

    Χαμένο κορμί

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Δεν ήταν κάτι οικείο για...
    -- Διαφήμιση --