17.2 C
Galatsi
Πέμπτη, 2 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Λυτρωτική λιπομαρτυρία

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης

    (*) λιπομαρτυρία η αδικαιολόγητη απουσία μάρτυρα από δίκη.

    Παρασκευή απόγευμα, στα τέλη της δεκαετίας του χίλια εννιακόσια εβδομήντα, κάπου στα Εξάρχεια, στην Αθήνα, τρεις συνάδελφοι και φίλοι κάθονται στο γραφείο τους και περιμένουν ανήσυχοι τον τέταρτο της παρέας. Πλησίαζε έξι η ώρα κι ακόμα δεν είχε φανεί.

    – Τι έγινε, βρε παιδιά; είπε ο Νίκος.

    – Λες να τον πήρε ο ύπνος; ρώτησε ο Θάνος.

    – Εξαρτάται από το ποιος τον συντρόφευε στο κρεβάτι! Έκανε πονηρά Γιάννης.

    – Δεν αφήνετε τις κουταμάρες, λέω εγώ; απάντησε υψώνοντας την φωνή του ο Νίκος. Τον θεωρείτε τόσο ανεύθυνο; Θυμάστε να έχει αργήσει άλλη φορά; Και σήμερα έχουμε σοβαρό ραντεβού! Και θα καθυστερούσε; Είστε καλά; Ήταν ποτέ ασυνεπής; Ακόμα και τότε, έβρισκε τον τρόπο να ειδοποιήσει!

    Μεμιάς κι οι τρεις σοβάρεψαν και το κλίμα βάρυνε.

    Ασυναίσθητα το μυαλό τους γύρισε στο “τότε”! Τότε που έτρωγε η μύγα σίδερο! Η χώρα στέναζε κάτω από τη μπότα της χούντας των συνταγματαρχών. Οι πολίτες τρομοκρατημένοι, όσοι δεν ήταν αριστεροί και δεν ήταν φυλακισμένοι ή εξόριστοι, προσπαθούσαν να επιβιώσουν πασχίζοντας να διαφύγουν από την παρακολούθηση των ρουφιάνων του καθεστώτος.

    Παράλληλα όμως κάποιοι, που είχαν ξεφύγει ή απλά ήταν νέοι κι ασυμβίβαστοι, προσπαθούσαν να στήσουν οργανώσεις και να βρουν τρόπους ν’ απαλλάξουν τον τόπο από την τυραννία. Και πολλοί απ’ αυτούς, άτυχοι, απρόσεχτοι ή απλώς άπειροι, το πλήρωσαν ακριβά. Γιατί η χούντα δεν αστειεύονταν· και χαφιέδες είχε οργανωμένους παντού και στρατό κι αστυνομία χρησιμοποιούσε για να χτυπήσει όσους τολμούσαν να την αμφισβητήσουν και κόσμο πολύ βασάνιζε και σακάτευε! Υπήρξαν αγωνιστές που σημαδεύτηκαν για πάντα! Άλλοι κατάντησαν παράλυτοι, άλλοι ανίκανοι για τεκνοποίηση, άλλοι, τέλος, τρελάθηκαν, έμειναν με ισόβια ψυχικά προβλήματα και κάποιοι πέρασαν την Αχερουσία Λίμνη!

    Σε μια τέτοια ομάδα αντιδικτατορική είχαν οργανωθεί κι αυτοί. Φοιτητές τότε του Πολυτεχνείου, αποφάσισαν πως έπρεπε να κάνουν κάτι για την κατάσταση. Ήταν Φλεβάρης του ’71, όταν από απλοί συμφοιτητές έμελλε να γίνουν συνωμότες, συναγωνιστές και φίλοι! Ο Λάμπρος, ο τέταρτος της παρέας που τώρα έλειπε, βρήκε κάπου έναν πολύγραφο, τον πήγαν σε μια υπόγεια αποθήκη ξενοίκιαστη του πατέρα του Θάνου κι άρχισαν να τυπώνουν λίγες προκηρύξεις με αντιχουντικά συνθήματα, τις έβαζαν στις δικές τους τσέπες και τις πετούσαν τα βράδια σε δρόμους μακριά από τη δική τους γειτονιά, κάθε φορά και σε διαφορετική συνοικία. Αυτό όμως απαιτούσε και καλή προεργασία· έπρεπε να μελετήσουν τη γειτονιά που θα επισκέπτονταν, για να μπορούν να διαφύγουν, και να έχουν κάποιο σπίτι κοντά, για να κρυφτούν σε περίπτωση καταδίωξης.

    Τα πράγματα πήγαιναν αρκετά καλά στην αρχή. Αρκετοί είχαν δει κι είχαν διαβάσει τις προκηρύξεις τους. Ακόμα και ραδιοφωνικά προγράμματα του εξωτερικού αναφέρονταν στο περιεχόμενο αυτών των προκηρύξεων και στην οργάνωσή τους. Κάποια στιγμή φάνηκε πως αυτή η οργάνωση ήταν τεράστια, αφού κάθε φορά “χτυπούσαν” σε διαφορετικό μέρος της Αθήνας. Σκύλιασαν οι διώκτες τους! Για ένα μικρό διάστημα σταμάτησαν την εκτύπωση και περίμεναν να περάσει λίγος καιρός και να κινηθούν και πάλι αιφνιδιαστικά!

    Σ’ αυτή τη φάση τον συνέλαβαν το Λάμπρο. Πήγε σ’ έναν γνωστό του βιβλιοπώλη ν’ αγοράσει μεμβράνες και χαρτί για τον πολύγραφο κι εκείνος τον κατέδωσε! Από τότε και μετά η ζωή του άλλαξε! Καθώς προχωρούσε στο δρόμο, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε δίπλα του, δυο ασφαλίτες με πολιτικά κατέβηκαν τον συνέλαβαν, τον έβαλαν με το ζόρι στο αυτοκίνητο και τον οδήγησαν στο κτίριο της ασφάλειας στην οδό Μπουμπουλίνας, που τότε ήταν γνωστό για τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη μεταχείριση των κρατουμένων του στην ταράτσα και στα κελιά του!

    Ο ίδιος ποτέ δεν είπε τι τράβηξε σ’ αυτό τον τόπο μαρτυρίου. Δεν ήθελε για τέτοια πράγματα να μιλά. Ούτε στην ανάκριση ούτε στη δίκη που ακολούθησε έδωσε κάποια πληροφορία. Έμεινε σταθερός στη θέση πως τίποτε δεν ξέρει και πως ποτέ δεν πήγε στο συγκεκριμένο βιβλιοπωλείο! Εκείνοι ασφαλώς και δεν πείστηκαν! Όπως ήταν φυσικό, εξάντλησαν όλη τους την αυστηρότητα, ο καθένας στον τομέα του: Οι βασανιστικές στα βασανιστήρια κι οι στρατοδίκες στην απόφασή τους! Βρέθηκε λοιπόν στο τέλος σακατεμένος και φορτωμένος με μια πολύχρονη φυλάκιση στην πλάτη του. Τη φυλάκιση βέβαια δεν την εξέτισε όλη, αφού τα γεγονότα βοήθησαν στην ανατροπή της χούντας και ανάγκασαν τους κυβερνήτες να του απονείμουν χάρη λίγο πριν την πτώση τους!

    Τα βασανιστήρια όμως τα γεύτηκε κανονικότατα και δεν υπήρχε τρόπος ν’ απαλλαγεί από τις συνέπειές τους! Ποτέ δε μίλησε γι’ αυτά κι οι άλλοι το σεβάστηκαν και δεν τον πίεσαν να τους αποκαλύψει λεπτομέρειες. Ήξεραν ότι οι έρευνες τότε σταμάτησαν στο Λάμπρο. Δεν τους έπεισε μεν για την αθωότητά του, αλλά δεν τους έδωσε κάποιο άλλο όνομα, για να συνεχίσουν τις “έρευνές” τους, ούτε τους επέτρεψε με τη στάση του να βρουν άλλα στοιχεία.

    Η Λίνα, πάντως, η συμφοιτήτριά τους που ήταν τότε κι αυτή κρατούμενη και βασανίστηκε φρικτά, τους είπε ένα βράδυ στην ταβέρνα πως τον είδε κάποτε στην ασφάλεια να περνά, με τα πόδια πρησμένα από το φάλαγγα και τ’ άλλα βασανιστήρια, μπουσουλώντας, για να πάει στην τουαλέτα. Κάθε βήμα και πόνος! Κάθε πόνος και βογκητό! Δεν άντεξε να τον βλέπει έτσι και του ψιθύρισε “κουράγιο!” από το παραθυράκι της πόρτας του κελιού. Ήταν, είπε, σίγουρη πως την άκουσε και μάλιστα κάποια φορά της το επιβεβαίωσε κι ο ίδιος. Όμως τότε ούτε καν χαμογέλασε! Συνέχισε να μπουσουλά προς την τουαλέτα, για να μην καταλάβουν οι άλλοι πως ήταν γνωστοί! 

    *

    – Λοιπόν; Ρώτησε συνοφρυωμένος ο Νίκος. Τι θα κάνουμε; Όχι τίποτ’ άλλο· είναι και Παρασκευή σήμερα! Έχουμε και το ραντεβού…

    – Πού να ψάξουμε; Να πάρουμε, λέτε, στο σπίτι του;

    – Μπράβο! Έκανε ειρωνικά ο Γιάννης. Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις! Έτσι κι αλλιώς από θα ξεκινήσουμε. Εσύ όμως τι πιστεύεις; Αν δεν τον πήρε ο ύπνος, δε θα μας έπαιρνε αυτός;

    Την ώρα που οι άλλοι δυο προβληματίζονταν, ο Νίκος είχε σχηματίσει ήδη τον αριθμό τηλεφώνου του σπιτιού τού Λάμπρου.

    – Μην το παιδεύετε, λεβέντες! Είπε. Δεν είναι στο σπίτι!

    – Να πάρουμε τη Μπιάνκα; ρώτησε ο Γιάννης.

    – Σωστά! Είπε ο Νίκος  και σχημάτισε τον αριθμό της.

    – Μόλις θα σας έπαιρνα, παιδιά! Ο Λάμπρος δε θα ’ρθει σήμερα. Μόλις τώρα μ’ ενημέρωσε. Θα σας πάρει κι εσάς μόλις μπορεί. Σε μισή ώρα; Σε μία; Δεν ξέρω! Είναι καλά πάντως.

    Όλοι σκεφτικοί προσπαθούσαν να καταλάβουν τι έγινε που ανάγκασε το Λάμπρο να εξαφανιστεί προσωρινά! Ήξεραν καλά πως πονηρές δοσοληψίες δεν είχε. Η δουλειά τους πήγαινε καλά και ζούσαν αξιοπρεπώς! Δεν ήταν βέβαια εκατομμυριούχοι, αλλά ζούσαν με άνεση. Τι έγινε λοιπόν;

    – Να βολέψουμε πρώτα το ραντεβού. Τους επανέφερε στο θέμα της δουλειάς ο Γιάννης. Νίκο, εσύ που τα καταφέρνεις σ’ αυτά, βρες μια δικαιολογία για την κυρία Παπαδομιχάλη.

    Την ώρα που ο Νίκος προσπαθούσε ν’ αναβάλει το ραντεβού, χτύπησε το τηλέφωνο της δεύτερης γραμμής. Ήταν ο Λάμπρος που τους ζητούσε να δώσουν, αν μπορούσαν και σε μία ώρα, ένα χιλιάρικο στο δικηγόρο του, για να πληρώσει την ποινή που του επιβλήθηκε και ν’ αποφύγει τη σύλληψή του. Όταν ο Θάνος του ζήτησε λεπτομέρειες, εκείνος

    – Δώστε τώρα το χιλιάρικο και θα σας εξηγήσω μετά την πληρωμή!

    Κι έκλεισε.

    *

    Σε λίγο έπεσε για λίγο σιωπή στο γραφείο. Ύστερα:

    – Έχουμε ένα χιλιάρικο, σύντροφοι, ή να πάμε αύριο στην τράπεζα;

    – Θα βρούμε! Αποκρίθηκαν οι άλλοι δυο και ψάχνοντας τσέπες και συρτάρια συγκέντρωσαν το ποσό. Ο Νίκος ειδοποίησε το δικηγόρο, που υποσχέθηκε να περάσει σε δέκα λεπτά, για να πάρει το ποσό.

    Σαν έφτασε, οι απορίες λύθηκαν. Το πρωί της Παρασκευής ο Λάμπρος θα έπρεπε να βρεθεί στο δικαστήριο για να καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη των βασανιστών του. Εκείνος όμως αρνήθηκε. Έτσι καταδικάστηκε σε φυλάκιση, εξαγοράσιμη βεβαίως, για λιπομαρτυρία. Έπρεπε λοιπόν να εξαγοράσει την ποινή του, γιατί, σε διαφορετική περίπτωση, κινδύνευε να συλληφθεί. Επειδή δεν υπολόγιζε πως θα καταδικαστεί και δεν είχε μαζί του τόσα χρήματα, αναγκάστηκε να κρυφτεί, ώσπου να πληρωθεί το ποσό. Αυτά είπε κι αποχώρησε με τα χρήματα στο χαρτοφύλακά του.

    – Άλλο και τούτο! Είπε ο Γιάννης. Ένα χιλιάρικο για τον κώλο της μαϊμούς! Δεν μπορούσε κι αυτός ο ευλογημένος να πάει;

    – Το λες, γιατί δεν ξέρεις! Παρατήρησε ο Νίκος.

    – Τι δεν ξέρω! Ξέρω ότι βασανίστηκε. Του είπαν να πάει να κατηγορήσει τους βασανιστές του. Τι πιο απλό;

    – Δεν ξέρεις! Καλά σου λέει πως δεν ξέρεις! Πετάχτηκε ο Θάνος. Αυτός βασανίστηκε, όχι εσύ! Άσε. Τα λέμε αύριο!

    Και δεν ξαναμίλησαν για το ζήτημα εκείνη τη μέρα.

    *

    Το άλλο πρωί, κατά τις δέκα, εμφανίστηκε χαμογελαστός στο γραφείο ο Λάμπρος.

    – Καλημέρα, σύντροφοι! Ελάτε, πριν ξεκινήσουμε για δουλειά, να πούμε δυο κουβέντες και να κλείσουμε το ζήτημα που ανοίξαμε χτες.

    – Όλοι μαζί τ’ ανοίξαμε; έκανε περιπαιχτικά ο Γιάννης.

    – Όχι! Εγώ το άνοιξα κι εσείς το κλείσατε! Γιατί διαφορετικά θα ήμουν εγώ κλεισμένος! Ναι; Άντε μαζευτείτε.

     Το γραφείο τους ήταν ένα μεγάλο διαμέρισμα. Ένας μεγάλος χώρος κοινός, όπου είχαν τα σχεδιαστήρια και το γραφείο με τον υπολογιστή τους, ένα  σαλόνι για τις συναντήσεις τους κι ένα γραφείο για τα επαγγελματικά ραντεβού του καθένα. Ουσιαστικά, δηλαδή, υπήρχαν δυο μεγάλοι κοινόχρηστοι χώροι και πέντε δωμάτια-γραφεία. Στο πέμπτο ήταν το λογιστήριο της εταιρίας. Αυτός ο χώρος, διακόσια πενήντα τετραγωνικά μέτρα περίπου, στον έκτο όροφο, στέγαζε την εταιρία τους, τη δουλειά και τα όνειρά τους.

    Μαζεύτηκαν λοιπόν στο σαλόνι, κάθισαν αναπαυτικά και περίμεναν το Λάμπρο ν’ αρχίσει.

    – Καταρχήν ευχαριστώ για το χιλιάρικο, είπε, μην έχοντας άλλο τρόπο ν’ αρχίσει.

    – Στο ζουμί, αγόρι μου! Έκανε ο Γιάννης. Στο ζουμί! Μη μας πρήζεις κι άλλο!

    – Το ζουμί, σύντροφοι, είναι ότι δεν μπορούσα να παρουσιαστώ στο δικαστήριο. Δεν μπορούσα και δεν ήθελα να ξαναδώ αυτά τα καθίκια! Δεν ήθελα ν’ αντικρίσω τις φάτσες τους κι ούτε ήθελα να περιγράψω όσα μου έκαναν. Είναι σαν να λες σε μια κοπελίτσα που τη βίασαν να σου περιγράψει αργά και παραστατικά το βιασμό της! Και μόνο που θα την υποχρεώσεις να σου τα πει, την τρελαίνεις! Και να ξέρετε πως αυτό είναι ένας από τους λόγους που δεν καταγγέλλονται αυτά τα ζώα! Βέβαια δεν περίμενα πως θα μου ρίξουν και φυλακή. Άκου φυλακή! Εξαγοράσιμη, θα μου πείτε, αλλά φυλακή! Μόνο με την ιδέα πως θα ξαναπάω φυλακή δεν αισθανόμουν καθόλου καλά! Έτσι, όταν μ’ ενημέρωσε ο Ντίνος, ο δικηγόρος, για το αποτέλεσμα, πανικοβλήθηκα! Δεν μπορούσα καν να σκεφτώ λογικά. Προσπάθησα να κρυφτώ πρώτα και με την ησυχία μου να σκεφτώ. Πήγα, λοιπόν, στο εξοχικό της αδερφής της Μπιάνκας, αφού πρώτα την παρακάλεσα να μην πει σε κανέναν τίποτα. Αν τη ρωτήσετε, να σας δώσει την απάντηση που σας έδωσε. Τα άλλα τα ξέρετε.

    – Αυτό ήταν όλο; είπε ο Θάνος.

    – Θανούλη μου, λυπάμαι, αλλά σκηνές ερωτικές δεν έχει! Είπε παιχνιδιάρικα ο Λάμπρος.

    – Έτσι, ε! Τα κεφάλια μέσα! Έκανε ο Νίκος. Τι με κοιτάτε; δουλειά!

    Και ξεκίνησαν ο καθένας για το γραφείο του.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Η τελευταία μάζωξη

    Γράφει η Μαρία Κ. Στο σχετικά μικρό καφενείο του Νώντα,...

    “Ιησούν ή Βαραββάν;”

    Γράφει η Μαρία Κ. Δεκαεννιά χρόνων η Δημητρούλα, μικρή για...

    Χαμένο κορμί

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Δεν ήταν κάτι οικείο για...

    Θωμάς Κοροβίνης για τον Άκη Πάνου

    Ανάρτηση του Θωμά Κοροβίνη που αναδημοσιεύουμε με την άδεια...
    -- Διαφήμιση --