17.4 C
Galatsi
Τρίτη, 7 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Ο Στέλιος

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Γράφει η Μαρία Κ.

    Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρή, στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, ένα αγόρι, που έκανα πολύ παρέα και τον έλεγαν Στέλιο.

    Το σπίτι μου ήταν στην ίδια ευθεία με το δικό του κι έτσι κάθε πρωί περνούσα να τον πάρω. Φτάναμε στο σχολείο και αφήναμε τις σάκες μας. Ύστερα έβρισκε ο καθένας τους φίλους του. Εγώ έτρεχα να προλάβω να παίξω σχοινάκι με τα κορίτσια και ο Στέλιος κυνηγητό με τα αγόρια.

    Όταν χτυπούσε το κουδούνι, τρέχαμε μες την τάξη γρήγορα. Τύχαινε να πηγαίνουμε και στην ίδια τάξη αλλά και στο ίδιο τμήμα. Δεν καθόμασταν μαζί παρόλα τη δυνατή φιλιά μας και το έντονο δέσιμο μας.

    Ο Στέλιος ήταν κάτι πάνω από αδελφός μου. Ήταν ένα πολύ γλυκό συνεσταλμένο αγόρι. Χαμηλων τόνων θα έλεγε κανείς. Δεν μιλούσε και πάρα πολύ, περισσότερο μαζί μου νομίζω.

    Είχε μια μεγάλη φράντζα σαν κύμα που σκέπαζε λίγο το ένα του μάτι, ήταν πολύ λεπτός, με ύψος κανονικό για την ηλικία του. Φορούσε ότι έβρισκε μπροστά του, δεν τον ένοιαζαν οι συνδυασμοί, αρκεί αυτά που φορούσε να είναι άνετα. Το πιο ξεχωριστό επάνω του ήταν τα μαλλιά του που εκτός απ’ την φράντζα κύμα γυάλιζαν λες και κάποια ακτίνα του Ήλιου είχε φωλιάσει εκεί μέσα. Α, ξέχασα και τα πόδια του, που ήταν γεμάτα τσιρότα απ’ τα χτυπήματα.

    Στην τάξη, ελάχιστες φορές σήκωνε το χέρι του, όπως κι εγώ άλλωστε. Ακόμα και σ’ αυτό είχαμε ταιριάξει. Βεβαία πολλές φορές που ήξερε ότι ξέρω την απάντηση αλλά δεν σηκώνω το χέρι με κοιτούσε περίεργα και μου έλεγε χαμηλόφωνα “σήκωσε το ,αφού το ξέρεις” Κάποιες φορές με μάλωνε μετά, στη διαδρομή για το σπίτι. Ύψωνε την φωνή του τότε, κάτι εντελώς κόντρα στον χαρακτήρα του και μου έλεγε ” Γιατί το κάνεις αυτό; Αφού το ήξερες, μου το είπες το πρωί” “Άσε μας ρε Στέλιο, πάμε να κάνουμε γραμμές με τα ξύλα που κρατάμε μέχρι να φτάσουμε σπίτι”

    Τότε παίρναμε από ένα κλαδί και χαράζαμε τον δρόμο ως το σπίτι. Ακούς εκεί παιχνίδι που είχαμε βρει! Τις χειμωνιάτικες μέρες που είχε λάσπες απ’ την βροχή ήταν η καλύτερη μας. Δεν χαράζαμε μόνο την διαδρομή αλλά κάναμε και σχέδια στο δρόμο. Μεγάλοι καλλιτέχνες! Τι να πεις!

    Θυμάμαι μια μέρα που γλίστρησα και έπεσα μέσα σε ένα αυλάκι αφού χάζευα με το ξυλάκι και αυτό λύγισε. Καλά που ήταν δίπλα μου ο Στέλιος και μου έλεγε “σήκω μπορείς”. Δεν ξέρω πως έφτασα σπίτι, πονούσα τόσο πολύ και ήμουν γεμάτη λάσπες. Νομίζω ότι όλα τα χρωστάω σ αυτόν που ήταν δίπλα μου.

    Πάντα περπατούσαμε δίπλα δίπλα και συζητούσαμε για τα πάντα. Κυρίως κάναμε σχέδια για το καλοκαίρι. Άρεσε και στους δύο μας η περιήγηση στη φύση και είχαμε συμφωνήσει ότι θα πάμε στο χωριό της γιαγιάς μου. Με κάποιο τρόπο θα πείθαμε τους γονείς μας και θα τα καταφέρναμε.

    Ο Στέλιος ήταν πάντα δίπλα μου εκείνα τα χρόνια που από παιδάκι γίνεσαι παιδί. Τα χρόνια που αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο γύρω σου, που προσπαθείς να ξεπεράσεις τους παιδικούς φόβους και να κοινωνικοποιηθείς. Τότε που έχεις ανάγκη την ενθάρρυνση κάποιου για ν’ ανοίξεις τα φτερά σου αλλά και την συντροφιά ενός καλού φίλου που θα σε ακολουθεί σε κάθε περιπέτεια.

    Μετά από αυτά τα χρόνια ο Στέλιος έφυγε. Η οικογένεια του μετακόμισε σε ένα άλλο μέρος γιατί εκεί ήταν πια οι δουλειές των γονιών του. Έτσι έχασα κάθε επαφή με τον φίλου μου. Τι επαφή να κρατήσουν δύο μικρά παιδιά;

    Τον σκεφτόμουν πολλές φορές και έλεγα μέσα μου, “τι θα έλεγε γι’ αυτό ο Στέλιος;”

    Ήταν αυτός που με σήκωσε απ’ το αυλάκι, που με ενθάρρυνε να σηκώνω το χέρι, να τρέχω γρήγορα όταν βρέχει, να μη φοβάμαι το σκοτάδι. Ήταν ο καλύτερος μου φίλος.

    Πριν μέρες πέρασα έξω απ’ το σπίτι που έμενε. Περνάω συχνά και κοιτάζω το δέντρο που έχει κρύψει πια όλη την όψη του σπιτιού αλλά αυτή την φορά ήμουν πεζή. Περπάτησα ως την είσοδο και κοίταξα με περιέργεια μέσα. Ένας ηλικιωμένος κύριος βγήκε έξω και με ρώτησε τι θέλω. Του είπα ότι κοίταξα το σπίτι γιατί κάποτε έμενε ένας φίλος μου, ο Στέλιος. Γύρισε και κοίταξε το σπίτι με γουρλωμένα μάτια. “Είσαι σίγουρη μου” λέει; Εδώ δεν έμενε ποτέ κανένας Στέλιος. Μόνο εγώ μένω, τόσα χρόνια και μαγκούφης. Κάποιο λάθος κάνετε κύριε του είπα εδώ έμενε μια οικογένεια με ένα αγόρι που το έλεγαν Στέλιο.

    Κορίτσι μου αν ήρθες να με κοροϊδέψεις τι να σου πω, σεβάσου την ηλικία μου. Εγώ μένω εδώ από παιδί, μόνος κι έρημος και δεν με λένε και Στέλιο. Εντάξει συγνώμη κύριε! Ίσως να το φαντάστηκα! Αντίο!

    Έκλεισε την αυλόπορτα με δύναμη και περπάτησε προς το σπίτι. Την ίδια ώρα περνούσε μια γειτόνισσα του, την ρώτησα αν ήξερε τον Στέλιο που έμενε εδώ. Ούτε αυτή ήξερε κάτι. Έφυγα απογοητευμένη.

    Πήρα μόνο ένα κλαδί απ’ το δέντρο να κάνω γραμμές στη λάσπη όταν βρέξει. Δύο πήρα δηλαδή κι ένα για τον Στέλιο.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Ρίξε, πάω να δω τι βρωμάει

    Γράφει η Άννη Νούνεση Τα χείγια του μαυροφόρου του αδρεφού...

    Νεανικές τρέλες

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης. Η φωτογραφία είναι από...

    Σιωπώ αλλά μιλάνε όλα μου (upd)

    Γράφει η Μαρία K. Σπάνια είμαι συνοδηγός, συνήθως οδηγώ εγώ....

    Πολ Όστερ: Ο μάστορας των ψευδαισθήσεων

    Άρθρο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Διονύση Μαρίνου στην ιστοσελίδα...
    -- Διαφήμιση --