17.2 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Πιέρ Μπουρντιέ: η κοινωνιολογία ως μάθημα ελευθερίας

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Σαν σήμερα, 23 Ιανουαρίου, το 2002 πέθανε ο Πιέρ Μπουρντιέ ένας από τους σημαντικότερους κοινωνικούς επιστήμονες του εικοστού αιώνα.

    Λίγες μέρες μετά τον θάνατο του, δημοσιεύτηκε στην Αυγή κείμενο του Νίκου Παναγιωτόπουλου, κατά δήλωση του συνεργάτη και φίλου του Πιέρ Μπουρντιέ, ο οποίος έχει μεταφράσει και επιμεληθεί το έργο του στα ελληνικά, το οποίο αναδημοσιεύουμε.

    Δημοσιεύουμε, επίσης, μία μελέτη του Μπουρνιέ με τίτλο «Το συντηρητικό σχολείο» για την οποία η Άννα Φραγκουδάκη παρουσιάζοντας το στο βιβλίο της «Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης» (εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1985) έχει γράψει: «Η μελέτη αυτή, ενός από τους διασημότερους Ευρωπαίους κοινωνιολόγους σήμερα, έχει το προτέρημα αλλά και τη δυσκολία ότι περιέχει περιληπτικά το σύνολο του θεωρητικού προβληματισμού πάνω στην εκπαίδευση και την παιδεία, που ο συγγραφέας στη συνέχεια ανέλυσε σε περισσότερα έργα του, για τους μηχανισμούς αναπαραγωγής της κοινωνικής ανισότητας από το εκπαιδευτικό σύστημα»

    -- Διαφήμιση --

    Το κείμενο του Νίκου Παναγιωτόπουλου:
    Έφυγε ο Πιέρ Μπουρντιέ.
    Έφυγε ένας από τους σημαντικότερους κοινωνικούς επιστήμονες του εικοστού αιώνα, ο επιστήμονας που εν ζωή είδε το έργο του να αναγνωρίζεται παγκόσμια, ένα έργο του οποίου ο γενετικο-μετασχηματιστικο-αναστοχαστικός καθώς και ο ανοιχτός, δεκτικός και σφόδρα αντιτιθέμενος σε κάθε μορφή δογματισμού της σκέψης που οδηγεί σε πνευματικές ορθοδοξίες χαρακτήρας του ενέπνευσε, εμπνέει και θα εμπνέει τους κοινωνικούς επιστήμονες από όλες τις επιστημονικές πειθαρχίες.

    Έφυγε ο επιστήμονας ο οποίος, με την πραγματικά συμβολική επανάσταση που δημιούργησε στο χώρο της επιστήμης, εγκαθίδρυσε ένα τόσο ριζοσπαστικά νέο τρόπο θέασης του κοινωνικού κόσμου που συνέβαλε αποφασιστικά στο να καταστεί η κοινωνική επιστήμη η τέταρτη “ναρκισσιστική πληγή” της ανθρωπότητας, μετά από αυτές του Κοπέρνικου, του Δαρβίνου και του Φρόιντ.
    Το έργο του Pierre Bourdieu είναι τόσο πρωτοποριακό ώστε εξηγείται το γεγονός ότι ήταν και παραμένει δύσκολο να το εντάξει κανείς στις καθιερωμένες ακαδημαϊκές ταξινομήσεις. Ο διανοητικός τρόπος παραγωγής από τον οποίο απορρέει το συνολικό επιστημονικό έργο του παρουσιάζει μια τριπλή πρόκληση στην καθιερωμένη κοινωνική επιστήμη. Κατ’ αρχάς αμφισβητεί θεμελιακά τον διαχωρισμό των επιστημών που κληρονομήθηκε από τις συντυχίες της πανεπιστημιακής ιστορίας.

    -- Διαφήμιση --

    Ο Pierre Bourdieu αποθεμελιώνει επίσης τον καθιερωμένο καταμερισμό της επιστημονικής εργασίας, απορρίπτοντας μέσα στην επιστημονική του πρακτική -και όχι πάνω στο χαρτί- την κανονιστική διάκριση μεταξύ θεωρίας και εμπειρίας, διανοητικής επεξεργασίας και πρακτικών διαδικασιών, διανοητικής έρευνας και έρευνας πεδίου.

    Τέλος, πραγματοποιεί μια τρίτη παράβαση, μια τρίτη “ιεροσυλία”, αυτή της καταπάτησης των συνόρων μεταξύ των θεωρητικών ναών, επιτυγχάνοντας έτσι να συσσωρεύσει τα κεκτημένα παραδόσεων τις οποίες οι διάφοροι κανονάρχες και νεωκόροι θεωρούσαν ανταγωνιστικές, και να προσφέρει, κατ’ επέκταση, την ευκαιρία μιας μεγαλύτερης ελευθερίας σκέψης ως προς κάθε μια απ’ αυτές.

    Μ’ αυτόν τον τρόπο συγκροτεί τη μη καρτεσιανή οντολογία του, η οποία αρνείται να αντιπαραθέσει το αντικείμενο στο υποκείμενο, την πρόθεση στην αιτία, την υλικότητα στη συμβολική παράσταση, το “βίωμα” στο “αντικειμενικό νόημα”, και βάσει της οποίας θεμελίωσε την αναγκαία υπέρβαση μιας σειράς, φαινομενικά ανυπέρβλητων, επιστημονικών, επιστημολογικών και μεθοδολογικών αντινομιών και ανταγωνισμών που παράγονται από (και για) τις σχολαστικές συζητήσεις στο globus intellectuallis, όπως είναι οι αντινομίες μεταξύ αντικειμενιστικού και υποκειμενιστικού τρόπου γνώσης, μεταξύ δομής και υποκειμένου, μεταξύ μικρο- και μακρο-ανάλυσης. Ενσωματώνοντας την κατασκευαστική φαινομενολογία των γνωστικών δομών και την αντικειμενική ανάλυση των υλικών δομών, θεμελιώνει ένα επιστημολογικά συνοχικό και καθολικά έγκυρο τρόπο έρευνας μιας ενοποιημένης οικονομίας των πρακτικών.

    Αυτή η ανθρωπολογία, με την καντιανή έννοια του όρου, που πρότεινε, έχει επίσης την ιδιαιτερότητα να εμπεριέχει ρητά την ανάλυση του αναλυτή των αντικειμένων ανάλυσης. Συνδέοντας σε ένα όλο τη γνώση των κοινωνικών συνθηκών παραγωγής των γνωστικών “υποκειμένων” και τη γνώση του γνωστικού αντικειμένου, τουτέστιν συνδέοντας σε ένα όλο τα διαφορετικά πεδία γνώσης, η επιστημονική αναστοχαστικότητα που θεμελιώνει ο Pierre Bourdieu οδηγεί τον κοινωνικό επιστήμονα να θεωρήσει το πραγματικό υποκείμενο της αναστοχαστικότητας, δηλαδή το ίδιο το πεδίο δραστηριότητάς του, τόσο το ειδικό πεδίο του γνωστικού του αντικειμένου όσο και το συνολικό πεδίο των κοινωνικών επιστημών που το ενέχει.
    Η αυτο-κοινωνιοανάλυση
    Ο Pierre Bourdieu ήταν, πράγματι, ο μοναδικός κοινωνιολόγος στην ιστορία του κλάδου ο οποίος άσκησε συστηματικά την αυτο-κοινωνιοανάλυση. Δεν είναι δυνατόν να επιχειρηθεί η κοινωνιολογική ανάλυση του έργου του P. Bourdieu χωρίς, ταυτόχρονα, να πραγματοποιηθεί η ανάλυση των κοινωνικών συνθηκών της δυνατότητας άσκησης αυτής της διανοητικής αυτο-κοινωνιοανάλυσης, την οποία η κοινωνιολογική πρακτική του κατά μεγάλο μέρος προϋπέθετε. Το συνεχές έργο χρήσης της κοινωνιολογίας ενάντια στους κοινωνικούς καθορισμούς και στα κοινωνικά όριά του επέτρεψε εν τέλει στον P. Bourdieu να επιτύχει μια ουσιαστική κριτική των διανουμένων, διαπνεόμενη από ειλικρινή πίστη στις διανοητικές αξίες και ικανή να αποφέρει πραγματικά αποτελέσματα.

    Αυτό ακριβώς το είδος της αυτο-ανάλυσης, που διενήργησε ο Pierre Bourdieu κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της σκέψης του, του επέτρεψε να συμβάλει στο να καταστήσει την κοινωνιολογία των κοινωνικών καθορισμών τής (επιστημονικής) πρακτικής ως ένα από τα ισχυρά θεμέλια μιας πιθανής ελευθερίας σε σχέση με αυτούς τους καθορισμούς, προσφέροντας ταυτόχρονα, μέσω της κλινικής χρήσης της κοινωνιολογίας που πρότεινε, τη δυνατότητα ανάδυσης ενός έλλογου υποκειμένου.
    Τα κοινωνικά κινήματα
    “Μάθημα ελευθερίας”, η κοινωνιολογία (για τον) του Pierre Bourdieu, μέσω της κλινικής χρήσης της, τόσο για τους κοινωνικούς επιστήμονες όσο και για όλα τα κοινωνικά υποκείμενα που μπορούν μέσω των κοινωνικών επιστημόνων να γνωρίσουν λίγο καλύτερα αυτό που είναι, αυτό που κάνουν (και αυτό που θα μπορούσαν να είναι και αυτό που μπορούν να κάνουν): “Η γνώση του πιθανού είναι προϋπόθεση γέννησης του δυνατού”. Η ιδέα αυτή ακριβώς συμπυκνώνει την κοινωνική και πολιτική λειτουργία της κοινωνιολογίας για τον Pierre Bourdieu. Μια ιδέα που τον ώθησε σε όλη την πορεία του να στρατεύεται στις πιο σημαντικές υποθέσεις του καιρού του.

    H ίδια ιδέα τον οδήγησε και να ταχθεί στο πλευρό των κοινωνικών κινημάτων, προσπαθώντας να επισημάνει τους μηχανισμούς συγκρότησης των φορέων που μετέχουν στην παραγωγή του σημερινού κυρίαρχου πολιτικο-οικονομικού λόγου, τους όρους δυνατότητας επιβολής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και τα αποτελέσματά της, καθώς και να επεξεργασθεί προτάσεις και πρακτικά μέτρα υλοποίησης μιας αποτελεσματικής πολιτικής αντίστασης στο πισωγύρισμα του ανθρώπινου πολιτισμού που επιχειρεί ο νεοφιλευθερισμός.

    Οι τελευταίες του προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση, που τον κατέστησαν μια από τις εμβληματικές μορφές των κινημάτων ενάντια στην “παγκοσμιοποίηση” των αμερικάνικων προβληματικών, στη βάση της μετατροπής της οικονομίας σε κοινωνική τεχνική κυριαρχίας, επιχείρησαν να αξιοποιήσουν τη σχετική αυτονομία της συμβολικής τάξης πραγμάτων, σήμερα μάλιστα που, όπως πίστευε, αυτή μπορούσε να υποστηριχθεί από τα αποτελέσματα της ολοένα και μεγαλύτερης αναντιστοιχίας μεταξύ των ελπίδων και των ευκαιριών, με στόχο να προσφέρει μεγαλύτερα περιθώρια δράσης στην πολιτική, μία συμβολή στη διάνοιξη του χώρου των δυνατών.
    Η ειδική συγγένεια των έξεων
    Επρόκειτο για μια μορφή “ευγενούς ταπεινότητας” που ενσάρκωνε, αν μπορούμε να το πούμε, μια πόζα “αριστοκρατικής σεμνότητας”, η οποία δεν καταγράφεται συχνά στην ιστορία των ιδεών. Αυτό το σύστημα διαθέσεων ήταν στην αρχή της ανέλπιστης, εξαιρετικά τιμητικής και μοναδικά ιδιαίτερης για μένα σχέσης που μου πρόσφερε τα τελευταία σχεδόν είκοσι χρόνια, η οποία ήταν, ταυτόχρονα, μια βαθιά σχέση μεταξύ μαθητή και δασκάλου, μεταξύ συνεργατών, μεταξύ φίλων, μια σχέση γιου με πατέρα, αναμφίβολα εξαιτίας της ειδικής συγγένειας των έξεων μας, όπως έλεγε. Μια σχέση που άρχισε ανέλπιστα στο καφενείο ενός περιφερειακού γαλλικού πανεπιστημίου ύστερα από πρόσκλησή του, περίεργος καθώς ήταν για το πνεύμα της αφελούς κριτικής μου ερώτησης στο περιεχόμενο της διάλεξής του και “ειδοποιημένος” από ένα συνεργάτη του, και τελείωσε αιφνίδια όταν μου τηλεφώνησε από το νοσοκομείο λίγες μέρες πριν από το θάνατο του για να μου ανακοινώσει σε μένα όπως και σε τρεις άλλους στενούς συνεργάτες του, μεταξύ άλλων, τις οριστικές του σκέψεις για την υλοποίηση ενός σχεδίου που το επεξεργαζόμασταν από κοινού τους τελευταίους μήνες για το μέλλον των κοινωνικών επιστημών, και που γι’ αυτόν ήταν μία από τις βασικές διαστάσεις της διαθήκης του. Πάντα είχα όλα αυτά τα χρόνια ένα αίσθημα αδικαιολόγητου προνομίου, ένα τεράστιο χρέος γι’ αυτή την απόλυτη φροντίδα, προστασία και αναγνώριση που μου προσέφερε, και τώρα για τις ευθύνες που μου άφησε. Αυτό εντάθηκε όταν, ιδίως τα τελευταία χρόνια, είχα ενταχθεί, μαζί με πέντε άλλους, σε αυτό που ονόμαζαν στο Παρίσι οι συνεργάτες του και φίλοι μου “ο κλειστός του πυρήνας”.

    Η συμμετοχή μου σε όλα τα μεγάλα επιστημονικά και πολιτικά του εγχειρήματα αυτά τα χρόνια, από πολύ νωρίς, πριν ακόμη πάρω το πτυχίο μου, η συμμετοχή μου στους θεσμούς που διεύθυνε, ωθώντας με πάντα να έχω το ισότιμο θάρρος της γνώμης δίπλα σε παγκόσμιους κολοσσούς της επιστήμης και της διανόησης, στις μικρές και άγνωστες για πολλούς ομάδες παραγωγής πειραματικών θεωριών και μεθοδολογιών που δημιουργούσε και που ακούραστα μέχρι την τελευταία στιγμή ενέπνεε με τις παρεμβάσεις του, οι άπειρες ώρες συλλογικής επιστημονικής εργασίας και προσωπικών στιγμών (όπως να βλέπουμε τα ματς του ράγκμπι που τόσο αγαπούσε, να ξεναγεί ο ένας τον άλλον στις περιοχές που μεγάλωσε προσπαθώντας να μεταστοιχειοθετήσει τους μηχανισμούς διαμόρφωσής του, να ξεκαρδιζόμαστε με τους τυφλά ερωτευμένους με τον ακαδημαϊκό θεσμό πανεπιστημιακούς,

    να θυμώνουμε με τις διάφορες ετερόνομες πρακτικές των μιντιακών διανοουμένων και την υποκρισία της επαγγελματικής τους καταγγελίας,

    να θλιβόμαστε για όλους αυτούς τους έγκυρους επιστήμονες που η λογική του μάρκετινγκ τους καταδίκαζε στην αφάνεια και τη σιωπή,

    να μου αναλύει την ιστορία του γαλλικού πνευματικού πεδίου, να συζητάμε τους δισταγμούς του, τις αβεβαιότητές του,

    να δουλεύουμε για τη δημιουργία δικτύων συνεργασίας και να θαυμάζω την ανεξάντλητη δύναμή του, το πάθος του για τη λύση της ερμηνείας στατιστικών κατανομών ή συνεντεύξεων που μας υποχρέωναν

    να δουλεύουμε όλη την ημέρα μέχρι τις πρωινές ώρες της επομένης, χωρίς ποτέ να κουραστεί αυτός πρώτος, να με επιπλήττει όταν παραμελούσα την κατάρτισή μου στις νέες, πρωτοποριακές στατιστικές μεθόδους και τεχνικές και επιδιδόμουν στις θεωρητικές και φιλοσοφικές ευκολίες που μου πρόσφερε η κατάρτιση που ο ίδιος είχε επιμεληθεί, να διαφωνούμε -η μόνη συστηματική μας διαφωνία, σε προσωπικό επίπεδο, (με χαρακτήριζε “ξεροκέφαλο”) ήταν η επιλογή μου να εγκατασταθώ στην Ελλάδα και να αρνηθώ να δουλέψω και να ζήσω στο Παρίσι, γιατί φοβόταν πως οι όροι στο ελληνικό επιστημονικό πεδίο δεν ήταν οι κατάλληλοι για να επισπεύσω την ολοκλήρωση του ερευνητικού μου προγράμματος στο οποίο τόσο πίστευε,

    να διαβάζουμε ο ένας τα χειρόγραφα του άλλου και να συζητάμε στη συνέχεια εν θερμώ για τις κατασκευές των αντικειμένων), όλα αυτά και πολλά άλλα μου επέτρεψαν να γνωρίσω έναν άνθρωπο που διέθετε ιδιότητες οι οποίες δεν είναι κοινές στο χώρο της παγκόσμιας διανόησης, έναν επιστήμονα του οποίου η θεωρία δεν απείχε το σύστημα διαθέσεών του, έναν τελεστή μορφών αντίστασης σε κάθε μορφή κυριαρχίας αλλά και έναν άοκνο, χαλκέντερο και ασυμβίβαστο υπερασπιστή της καθολίκευσης των όρων πρόσβασης στο καθολικό.
    Η αντίθεση στον φιλοσοφικό ερασιτεχνισμό
    Η ριζικά ριζοσπαστική αυτή διάθεση διαμορφώνεται από πολύ νωρίς, εντός ενός πεδίου το οποίο κυριαρχείται από μια βασική αντίθεση: αφ’ ενός υπάρχει μια φαινομενολογικο-υπαρξιακή φιλοσοφία εκπροσωπούμενη από τον J.P. Sartre ο οποίος, συγκλίνων προς την τέχνη και τη λογοτεχνία και προσανατολισμένος προς την αισθητική και τον αισθητισμό, ενσαρκώνει, με βάση το μοντέλο του “ολικού διανοούμενου”, κατ’ εξοχήν την ολικευτική αξίωση που αποδίδεται κατά κανόνα στη φιλοσοφία και ταυτίζεται μαζί της~ αφ’ ετέρου, υπάρχει μια φιλοσοφία οικεία προς την επιστήμη και την ορθολογική παράδοση, συνδεδεμένη με την επιστημολογία και τη φιλοσοφία των επιστημών, εκπροσωπούμενη από τους G. Bachelard, G. Canguilhem και Α. Koyre.

    Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο P. Bourdieu αισθάνεται την ανάγκη να αντιταχθεί στο φιλοσοφικό ερασιτεχνισμό και στη φιλοσοφική επιφανειακότητα, ακολουθώντας παρορμήσεις που συνδέονται με μια ιδιάζουσα μορφή εμπειρίας του διανοητικού κόσμου, για την οποία καθοριστικό υπήρξε το γεγονός ότι προερχόταν “από την παράδοση μιας περιοχής και ενός περιβάλλοντος” όπου “το σώμα εμπλέκεται, διακυβεύεται πάντοτε εντός του λόγου” και η οποία χαρακτηρίζεται κυρίως από τη “βαθιά άρνηση της ηθικής στάσης” την οποία υπαγόρευε η “πόζα” του κυρίαρχου φιλοσόφου, με άλλα λόγια, την άρνηση της αφ’ υψηλού, απόμακρης, αόριστης σχέσης που εγκαθιδρυόταν μεταξύ του φιλοσόφου και του κόσμου, σε ένα κράμα “χλιαρού ανθρωπισμού”, “αυταρέσκειας για το ‘βίωμα'” και ενός είδους “πολιτικής ηθικοκρατίας”.

    Έχοντας συσσωρεύσει όλες τις διακρίσεις της ακαδημαϊκής αριστείας, ο P. Bourdieu αρνείται την κοσμική και σχολική μορφή της φιλοσοφίας και στρέφεται προς “το αιρετικό καταφύγιο της σοβαρότητας και της ακρίβειας”.
    Ένας εν θυμώ νεαρός κοσμοκαλόγερος
    Όντας προδιατεθειμένος να διατηρεί με την κουλτούρα μια σχέση “κάπως βάρβαρη, περισσότερο σοβαρή και περισσότερο ιδιοτελή και, ταυτόχρονα, λιγότερο γοητευτική και λιγότερο θρησκευτική” και, την ίδια στιγμή, όντας καθιερωμένος από τον εξοχότερο φιλοσοφικό θεσμό (ένα “ανθρώπινο ον” που έπρεπε να απαρνηθεί “πολλές από τις εμπειρίες του και από τις πρώτες κατακτήσεις του” προκειμένου να γίνει ένας “θεός”, όπως το απαιτούσε “η καταστατική νομιμότητα μιας σχολικής, κοινωνικά αναγνωρισμένης ‘ευγένειας’, ένας κληρονόμος χωρίς κληρονομιά, ένας δυστυχής κληρονόμος”), ο P. Bourdieu διατηρεί μια σχέση “αντικειμενικής και υποκειμενικής εξωτερικότητας” με τον κόσμο της διανόησης, σχέση η οποία του επιτρέπει να αντιλαμβάνεται πράγματα που άλλοι δεν μπορούσαν να διακρίνουν ή να αισθανθούν.

    Αυτή ακριβώς η κατάσταση του εν θυμώ νεαρού κοσμοκαλόγερου τον εξωθεί να λαμβάνει πάντα μια αντικειμενικοποιητική απόσταση, η οποία προσφέται άριστα προκειμένου ο P. Bourdieu να διαμορφώσει έναν επιστημονικό τρόπο αντίληψης του θεσμού και, κατά πρώτο και κύριο λόγο, να μην αρέσκεται “επί μακρόν στους εκστασιασμούς του καταπεπληγμένου ζηλωτή”.
    Η μορφή αυτή διαύγειας δεν θα βρει, ωστόσο, διεξόδους στο φιλοσοφικό πεδίο, δημιουργώντας εκείνο το αίσθημα αντίστασης που δεν βρίσκει τρόπους να εκφραστεί, εκείνο “το αίσθημα ότι είσαι αλυσοδεμένος στον πάγκο της αιώνιας γαλέρας όπου αντιγραφείς και συρραφείς αναπαράγουν επ’ άπειρον τα εργαλεία της ακαδημαϊκής επανάληψης”, όταν έπρεπε, για παράδειγμα, να συντάξει ως έφηβος τις μεγάλες υποχρεωτικές συνθετικές πραγματείες του, περιχαρακωμένος σε “έναν ορισμό της ευφυϊας εξαιρετικά στενό”, κυρίως για κάποιον που είχε την προδιάθεση να αισθάνεται πόσο δύσκολο είναι να μετασχηματιστεί μια πρακτική σε σκέψη και πόσο εύκολο ήταν γι’ αυτόν να το επιτύχει.
    Ο κόσμος της σκέψης και ο κόσμος της πρακτικής
    Όταν, από κάποιες τυχαίες συμπτώσεις, ανακαλύπτει την κλίση του ως εθνολόγος και, κατόπιν, ως κοινωνιολόγος, θα ανεύρει σ’ αυτούς τους γνωστικούς τομείς τον τρόπο να επιλύσει την “υπαρξιακή του δυσφορία”, ό,τι τον διακρίνει αρνητικά, θα ανεύρει τον τρόπο να την αποδεχθεί, μέσα από την προσπάθεια να καταστήσει αυτή τη μορφή διαύγειας πιο πρακτική, βιώνοντας ίσως, αρχικά, ένα είδος απόλαυσης να “αισθάνεται σατανικός, αποφενακισμένος και αποφενακιστικός, να παίζει τον απομαγευμένο απομαγευτή”.

    Βοηθούμενος από την εμφάνιση του Cl. Levi-Strauss, ο οποίος επανέδιδε κύρος στην εθνολογία, ο P. Bourdieu κάνει το πέρασμα από τη “φιλοσοφία στις κοινωνικές επιστήμες”, ένα πεδίο το οποίο χαρακτηρίζεται από μια αντίθεση ομόλογη με εκείνη του φιλοσοφικού πεδίου: αφ’ ενός, ο διανοουμενίστικος πόλος με όλες τις δυνατές του μορφές (και κυρίως με τη δομιστική και θεωρητιστική του μορφή, η μεν με την αφ’ υψηλού και απόμακρη σχέση μεταξύ της ανθρωπολογίας και του ιθαγενούς, η δε με έναν αναστοχασμό επί της επιστήμης, καταγγέλλουσα το θετικιστικό κίνδυνο αλλά μη ασκούσα πρακτικά την επιστήμη)~ αφ’ ετέρου, ο θετικιστικός πόλος με μια κοινωνιολογία χωρίς θεωρητική θεμελίωση.

    Μεταφέροντας στο έδαφος των κοινωνικών επιστημών μια επιστημολογική παράδοση κληρονομημένη από τη σχολή της “ιστοριοποίησης της επιστημολογίας”, ο P. Bourdieu ανακαλύπτει τον τρόπο να παράσχει σ’ αυτές τις επιστήμες τη θεωρητική υποστήριξη που είχαν ανάγκη, και να επιβάλει τις απαιτήσεις τής ιστορικής ακρίβειας στα προσφιλή αντικείμενα του “διανοητικού πάθους” της εποχής. Επρόκειτο για μια υπέρβαση ενός ανταγωνισμού η οποία δεν ήταν γι’ αυτόν ένα απλό διανοητικό παιχνίδι. Ανευρίσκοντας εντός της διανοητικής του συγκρότησης τα απαραίτητα εργαλεία προκειμένου να ικανοποιήσει την απαίτηση της θεωρητικής επανόδου στην επιστημονική πρακτική και, ταυτόχρονα, διατηρώντας κάποια σχέση με τη θεωρητική στάση “η οποία δεν βιωνόταν με φυσικό τρόπο”, ο P. Bourdieu αρνείται να δεσμευτεί ολοκληρωτικά σε κάποιο από αυτά τα αναρίθμητα κοινωνικά και διανοητικά παιχνίδια σε δύο αντίστροφους και συμμετρικούς χώρους, τα οποία στο πλαίσιο της λογικής τους αναπαράγουν την κοινωνική τομή μεταξύ του κόσμου της σκέψης και του κόσμου της πρακτικής.

    Ανακαλύπτοντας απόλυτα τον εαυτό του στην παράδοση εκείνη η οποία ξέρει “να επενδύει τα πλέον αποφασιστικά θεωρητικά ζητήματα σε μια εμπειρική, σχολαστικώς διεξαχθείσα μελέτη” και η οποία εγκαθιδρύει μια “μετριοπαθέστερη και, συγχρόνως, αριστοκρατικότερη χρήση εννοιών”, οδηγείται σε μια υπέρβαση του διαζεύγματος μεταξύ “του υλισμού άνευ υλικού και του ιδεαλισμού άνευ ιδεών”.
    Σε μετέωρη θέση, η θεμελιακή διαίσθηση “της μη αναγωγιμότητας της κοινωνικής εμπειρίας στα παρεχόμενα μοντέλα της απόκλισης μεταξύ των πρακτικών ή των πραγματικών εμπειριών και των αφαιρέσεων του νοητικού κόσμου”, επιτυγχάνει την ολοκλήρωσή της μέσω μιας συνεχούς προσπάθειας η οποία τον οδηγεί σ’ έναν πρωτόγνωρο συνδυασμό κοινωνικών τοποθετήσεων, φέρνοντας στην επιφάνεια μια αδύνατη λειτουργία, απόρροια της πλήρους και ολικής συγκέντρωσης της θεωρίας και της πρακτικής μέσα σε μια “γνήσια επιστημονική γνώση της πρακτικής και του τρόπου πρακτικής γνώσης”~ δύο αποσυνδεδεμένες και σχεδόν ασυμβίβαστες θέσεις, συγκεντρωμένες αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του P. Bourdieu.
    Η κοινωνιολογία του P. Bourdieu συνιστά κατά μεγάλο μέρος έναν τρόπο διαχείρισης της “κοινωνικής μεταστροφής”, που έχει σαφώς επηρεαστεί από τη διαδρομή του και τη διαμόρφωσή του. Ο τρόπος κοινωνιολογικής ζωής καθίσταται για τον P. Bourdieu –που είναι εξαναγκασμένος να ζει σε καθεστώς “σχολής” και ανίκανος να ζήσει ως σχολαστικός, που έχει τη δυνατότητα να “βλέπει” τους “αδέσμευτους” και να μη ζει μαζί τους, να στοχάζεται την κοινωνιολογία και να βιώνει το δρόμο — ένα “απόλυτο εργαλείο”, μια “ψυχή τε και σώματι, κάπως παρανοϊκή στράτευση σ’ αυτή τη μορφή επιστήμης” (η επιστήμη και ο δρόμος, η αγορά, το πεζοδρόμιο δεν μπορούν να συμβιβαστούν παρά μόνο υπό τη μορφή μιας επιστήμης η οποία υπερβαίνει τη ρήξη τους, διά μέσου της “συμμετοχικής αντικειμενικοποίησης”, καθώς και υπό τη μορφή ενός βίου ο οποίος οδηγεί τον επιστήμονα σε “μια πνευματική ζωή που προσιδιάζει περισσότερο στη ζωή των καλλιτεχνών”). Δεν ήταν όμως γι’ αυτόν αναγκαία “η επιλογή ανάμεσα στην εικονοκλαστική και εμπνεόμενη από το μεγαλόπνοο διανοητικό παιχνίδι ελευθερία και στη μεθοδική αυστηρότητα της θετικής, τουτέστιν θετικιστικής, έρευνας, ανάμεσα στην ολοκληρωτική επένδυση στο θεμελιώδες ερώτημα και στη, συνδεδεμένη με μια ευρεία θετική πληροφόρηση, κριτική απόσταση”. Εμμένοντας στην αποστροφή του προς “την ολικευτική αξίωση” την οποία εξουσιοδοτεί η φιλοσοφική υπεροψία, και στην όχι μικρότερη αποστροφή του προς τη θετικιστική επιστημολογία, ο P. Bourdieu προσπαθεί σταθερά, σε όλη τη διάρκεια της διανοητικής του διαδρομής, να υπερβεί αυτό το δίλημμα. Υπέρβαση που θα επιτύχει με το έργο του για “την αντικειμενικοποίηση του αντικειμενικοποιούντος υποκειμένου”, μ’ αυτή τη θεμελιωμένη στην αναστοχαστικότητα μέθοδο εργασίας, που αποτελεί το βασικό προϊόν όλου του εγχειρήματός. Μέσα σ’ αυτή την υπέρβαση θα ανακαλύψει και τα μέσα για να συνενώσει τη φιλοσοφία και την επιστήμη, “να συμβιβάσει το μέλημα ακρίβειας και τη φιλοσοφική αναζήτηση”.

    Υπενθυμίζοντας τις αξεδιάλυτα υπερβατικές και ιστορικές-κοινωνικές συνθήκες της δυνατότητας φιλοσοφικής αναπαράστασης του κόσμου και γνώσης αυτού του κόσμου, ο P. Bourdieu, αντί να επιδοθεί σε μια καταδίκη της φιλοσοφίας και, πολύ λιγότερο, σε μια πολεμική καταγγελίας με στόχο τη σχετικοποίηση όλων των γνώσεων και όλων των σκέψεων, παρέχει στους φιλοσόφους, μέσω μιας κοινωνιολογικής ανάλυσης, η οποία επανατοποθετεί το φιλοσοφικό πεδίο εντός του πεδίου πολιτισμικής παραγωγής και εντός του κοινωνικού πεδίου στο σύνολό του, το μοναδικό μέσο για να ανακαλύψουν όλα όσα τα πλέον συνήθη εργαλεία στοχασμού τους οφείλουν στις κοινωνικές συνθήκες της παραγωγής και της αναπαραγωγής τους, καθώς και στους καθοριστικούς παράγοντες που εγγράφονται στη σύμφυτη με τη λειτουργία και τους τρόπους λειτουργίας του φιλοσοφικού θεσμού “φιλοσοφία” και, ως εκ τούτου, τους παρέχει το μέσο για να απελευθερωθούν από τα παντός είδους, εγγεγραμμένα σ’ αυτή την κληρονομιά, αδιανόητα, ακατονόμαστα, ανονόμαστα και άλεκτα.
    Η κοινωνιολογική κριτική
    Η κοινωνιολογική κριτική δεν αποτελεί για τον Pierre Bourdieu έναν απλό προκαταβολικό όρο, του οποίου μοναδική λειτουργία θα ήταν να εισάγει σε μια καθαυτό φιλοσοφική κριτική, μια πιο ριζοσπαστική και πιο ειδική: πολύ μάλλον οδηγεί κατ’ ευθείαν στον πυρήνα της “φιλοσοφίας” της φιλοσοφίας, η οποία ενέχεται σιωπηρά στην κοινωνική πρακτική που ορίζεται σε καθορισμένο τόπο και χρόνο ως φιλοσοφική. Η κοινωνιολογία της φιλοσοφίας που προτείνει καθίσταται συστατικό μέρος της φιλοσοφίας, απαραίτητη προκειμένου να τεθούν σε αμφισβήτηση τόσο τα σφάλματα της επιστημονικής γνώσης που είναι σύμφυτα με τη φιλοσοφική θέση όσο και η ιδιάζουσα μορφή που λαμβάνουν τα σφάλματα αυτά ανάλογα με τη θέση που καταλαμβάνει ο φιλόσοφος μέσα στο χώρο της φιλοσοφικής παραγωγής.

    Πρόκειται για μια απελευθερωτική της φιλοσοφίας κοινωνιολογική κριτική η οποία, δημιουργώντας, μέσω της πρακτικής του φιλοσόφου περί του απεριορίστως κοινότοπου, την προοπτική μιας φιλοσοφίας “άνευ φιλοσοφίας”, υπηρετεί εξίσου τη φιλοσοφία και την επιστήμη. Αποτελεί έναν τρόπο αναγνώρισης οφειλών:

    αφ’ ενός προσφέρει στη φιλοσοφία τα μέσα για να παράσχει στους κοινωνιολόγους τα εργαλεία άμυνας ενάντια στην επιβολή της θετικιστικής επιστημολογίας και

    αφ’ ετέρου προσφέρει στην επιστήμη τα μέσα για να παράσχει στους φιλοσόφους τα εργαλεία για την καταπολέμηση των επιπτώσεων που έχει η αποκοπή της φιλοσοφίας από την πραγματική εμπειρία του κόσμου~ με άλλα λόγια ανάγει την κοινωνιολογία σε θεωρητική κακή συνείδηση της φιλοσοφίας και τη φιλοσοφία σε εμπειρική κακή συνείδηση της κοινωνιολογίας.
    Η εμπλοκή του μέσα στο πνευματικό παιχνίδι με διαθέσεις διαφορετικές από εκείνες που απαιτούσε ο τρόπος λειτουργίας του, τον οδήγησε, αντί να συμμορφώσει τις διαθέσεις του στις δομές αυτού του πεδίου, να συγκρουσθεί με τις δυνάμεις του πεδίου, αμύνθηκε και επέτυχε να τροποποιήσει τις δομές σε συνάρτηση με τις διαθέσεις του. Πράγμα που ήταν και η αναγκαία προϋπόθεση για να θέσει και να αναδείξει την ιδέα ότι το επιστημονικό έργο δεν θα άξιζε μια ώρα κόπου αν δεν αναλάμβανε ως υποχρέωση “να γνωρίσει το δυσκολότερο πράγμα, δηλαδή, να αποκαταστήσει το νόημα των πράξεων των ανθρώπων, το νόημα των πράξεων της καθημερινής κοινοτοπίας”. Και ευτυχώς που υπήρξε για να την καταστήσει αναγκαία. Και γι’ αυτό τα ίχνη του ταξιδιού του θα μείνουν ανεξίτηλα.

    Καμίνι
    Καμίνι
    Μέλος της συντακτικής ομάδας του KAMINI.GR

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Λίγες ακόμα κουβέντες για τα εμβόλια

    Δημόσια ανάρτηση του Γιάννη Καλομενίδη, γιατρού, καθηγητή Πνευμονολογίας στο...

    Πανελλήνιες: Δοκιμασία ή στάση ζωής;

    Το κυνήγι των σχολών «κύρους» φέρνει στο γραφείο ενός...

    Γεννιόμαστε χαμογελαστοί

    Από το τεύχος 81 του περιοδικού Science Illustrated Γνωρίζουμε...

    Πάσχα στο Ίδρυμα Ευγενίδου

    Το Πάσχα έρχεται και το Ίδρυμα Ευγενίδου με γιορτινή...
    -- Διαφήμιση --