22.1 C
Galatsi
Δευτέρα, 6 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Αξέχαστα Χριστούγεννα

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Διήγημα του Γιώργου Δ. Μπέτη

    Τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, δρόμοι και πλατείες βροντοφώναζαν το καθένα με το δικό του τρόπο πως τα Χριστούγεννα έφτασαν πια! Σε δύο νύχτες ο Θεός θα ξαναγεννηθεί στο μικρό στάβλο στη φτωχική σπηλιά της Βηθλεέμ, για ν’ απαλλάξει τον κόσμο από την αμαρτία και την κακία! Οι μάγοι θα ξαναπάνε να προσκυνήσουν το νεογέννητο βρέφος και θα του ξαναπροσφέρουν σμύρνα, χρυσάφι και λιβάνι.

    Είναι ολοφάνερο!

    Το βλέπει κανείς κάθε μέρα στις βιτρίνες των καταστημάτων, που τις διακοσμούν χιλιάδες αντίγραφα, πιστά ή κακοφτιαγμένα, εκείνης της φάτνης! Εκεί και το θείο βρέφος με τους επίγειους γονείς του, εκεί και τα βόδια να το ζεσταίνουν, εκεί και τ’ αστέρι το φωτεινό, εκεί και οι άγγελοι Κυρίου που ψέλνουν το “ωσαννά ” και πιο πέρα, σ’ όσες αναπαραστάσεις είναι πιο λεπτομερείς, οι βοσκοί με τα κοπάδια τους να περιμένουν τη σειρά τους, για να πλησιάσουν προς τη σπηλιά, να δουν το θαύμα και να προσκυνήσουν το νέο βασιλιά.

    Μόνο ο Ηρώδης συνήθως λείπει! Αυτός που έσφαξε χιλιάδες μωρά για να γλιτώσει από αυτόν που θεωρούσε επίδοξο σφετεριστή της εξουσίας του. Ίσως γιατί είναι ο μόνος που ακόμα μακελεύει τα παιδιά της Παλαιστίνης, κυρίως τα παιδιά των Παλαιστινίων.

    Τα παιδιά όμως ενδιαφέρονται κυρίως για τα δικά τους δέντρα ή καράβια, για τα δώρα που θα πάρουν τα Χριστούγεννα ή θα τους φέρει εκείνος ο χοντρούλης άγιος – μια διασταύρωση Αγίου Νικολάου, Αγίου Βασιλείου και κόκα κόλας – με τους  ιπτάμενους ταράνδους του και το έλκηθρό του. Νοιάζονται ακόμα για τα χρήματα που θα μαζέψουν απ’ τα κάλαντα.

    Το σημαντικό όμως για το Γιάννη, ένα παιδάκι πέντε χρονών, είναι η οικογενειακή συγκέντρωση τη μέρα της γιορτής. Τα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή οικογενειακή, αφού ο καιρός δεν επιτρέπει τις εύκολες μετακινήσεις κι είναι μια ευκαιρία να συγκεντρωθούν όλοι: Παππούς, γιαγιά, μπαμπάς, μαμά, θείοι και θείες -τ’ αδέρφια των γονιών τους- και τα πρώτα του ξαδέρφια! Κοντά είκοσι άτομα, δηλαδή, μαζεύονται στο σπίτι Χρήστου, του μπαμπά του. Γιατί ο μπαμπάς του γιορτάζει τη μέρα αυτή και οι θείοι που έρχονται φέρνουν δώρα και στο μπαμπά και σ’ αυτόν!

    Τρεις φορές λοιπόν παίρνει δώρα ο μικρός Γιαννάκης: Μία τα Χριστούγεννα, στη γιορτή του μπαμπά του, μία την πρωτοχρονιά, που οι τάρανδοι φέρνουν αυτόν τον περίεργο Άγιο Βασίλη που ανεβαίνει στις καμινάδες, τρυπώνει στα σπίτια κι αφήνει τα δώρα του στα καλά παιδάκια, και μία στις εφτά Γενάρη, στη δική του γιορτή!

    Να πει τα κάλαντα δεν πάει ο Γιαννάκης, γιατί οι γονείς του δεν τον αφήνουν, επειδή, όπως λένε, είναι μικρός ακόμα. Άλλωστε δεν τα ξέρει! Αρκείται λοιπόν στα δώρα που του φέρνουν οι δικοί του και δεν είναι και λίγα!

    Όλο τ’ απόγευμα της παραμονής ο Γιαννάκης σκεφτόταν κουτιά πολύχρωμα που θ΄ άνοιγαν την άλλη μέρα, παιχνίδια διάφορα που είχε ζητήσει από τον Άγιο Βασίλη να του φέρει και το τραπέζι με τους μεζέδες και τα γλυκά!

    – Δε θα με βοηθήσεις λίγο να στολίσουμε το δέντρο; έλεγε η μαμά.

    – Είμαι μικρός ακόμα! Της έλεγε και χαμογελούσε πονηρά. Ο μπαμπάς πότε θα γυρίσει στο σπίτι από το ιατρείο; Αύριο θα είμαστε μαζί όλη τη μέρα. Έτσι δεν είναι; έλεγε στη μητέρα του και περίμενε μ’ αγωνία την επιβεβαίωση.

    – Έτσι είναι, αλλά δε βοηθάς! Του έλεγε γελώντας εκείνη.

    Ήξερε πως ο γιόκας της είχε αδυναμία στο μπαμπά του, αλλ’ αυτό δεν την πείραζε καθόλου, αφού ο Χρήστος ήταν κι η δική της αδυναμία. Ήταν ερωτευμένοι από τον καιρό που πήγαιναν μαζί στο λύκειο! Παντρεύτηκαν, έκαναν το βλασταράκι τους κι εξακολουθούσαν να είναι αγαπημένοι όπως τότε! Δεκαπέντε χρόνια μαζί και ένιωθαν όπως τον πρώτο καιρό που βρεθήκαν! Δεν την ενοχλούσε καθόλου που ο μικρός αγαπούσε πολύ και θαύμαζε το μπαμπά του. Άλλωστε είχε βάλει κι αυτή το χεράκι της γι’ αυτό. Πάντα έλεγε πόσο τέλειος είναι ο μπαμπάς, πόσο καλός είναι, πόσο φροντίζει να τους εξασφαλίζει μια άνετη ζωή και να μην τους χαλάει χατίρι, πόσο προσέχει τους ανθρώπους και τους γιατρεύει…

    Ένοιωθε κι εκείνη περήφανη όταν τον άκουγε να λέει πως θα γίνει γιατρός, σαν το μπαμπά του, για να σώζει ανθρώπινες ζωές. Μάλιστα είχε από τώρα διαλέξει και την ειδικότητα! Θα γίνω χειρουργός, σαν το μπαμπά μου! Έλεγε.

    Το βράδυ της παραμονής ο μπαμπάς τού έκανε μια ευχάριστη έκπληξη: Έφερε εισιτήρια για την παράσταση ενός ταχυδακτυλουργού!

    – Το πρωί των Χριστουγέννων, μετά τις δέκα που η μαμά θα κάνει τις τελευταίες δουλειές, θα πάμε να δούμε ένα μάγο! Του είπε ο μπαμπάς του. Θέλεις;

    Αν ήθελε! Χοροπήδησε απ’ τη χαρά του και ρίχτηκε στην αγκαλιά του και τον φίλησε!

    – Θα δούμε μαγικά;

    – Ναι! Μαγικά! Θέλεις;

    – Ναι!

    Βέβαια ο Χρήστος πήρε τα εισιτήρια και για να δει ο μικρός τα διάφορα ταχυδακτυλουργικά κόλπα και για να μην εμποδίζει τη μαμά του την ώρα που εκείνη θα έβαζε τις τελευταίες πινελιές στη διακόσμηση του σπιτιού τους.

    Ο Γιαννάκης κοιμήθηκε στην ώρα του κι ονειρεύτηκε μάγους και μάγισσες, καλούς και κακούς, και θαυμάσια κόλπα μαγικά. Σαν ξύπνησε ανήμερα τα Χριστούγεννα, είχε ήδη δει πολλές παραστάσεις με μαγικά, σαν αυτά που συχνά παρακολουθούσε στην τηλεόραση!

    – Μπαμπά! Είπε μόλις τον είδε. Τι ώρα θα φύγουμε;

    – Καλώς το λεβέντη μου! Είπε η μαμά. Χρόνια σου πολλά, αγόρι μου! Του ευχήθηκε και τον φίλησε και στα δυο μάγουλα. Δε θα πεις χρόνια πολλά στο μπαμπά; Γιορτάζει σήμερα!

    Έτρεξε, τον αγκάλιασε και τον φίλησε.

    – Χρόνια πολλά, μπαμπά!

    – Ευχαριστώ, αγόρι μου, του αποκρίθηκε ο μπαμπάς και τον φίλησε κι εκείνος καθώς τον σήκωνε ψηλά για να τον σφίξει στην αγκαλιά του.

    – Τι ώρα θα φύγουμε; ξανάκανε εκείνος.

    – Να φας πρώτα το πρωινό σου, να υποδεχτούμε τον παππού και τη γιαγιά και φεύγουμε! Εντάξει;

    -Εντάξει! Είπε ο Γιαννάκης και από εκείνη την ώρα κοιτούσε διαρκώς από το παράθυρο του διώροφου σπιτιού τους ανήσυχος το δρόμο, για να δει το αυτοκίνητο του παππού του.

    Πέρασαν περίπου δέκα λεπτά κι μικρός είχε κολλημένο το προσωπάκι του στο τζάμι του παράθυρου, περιμένοντας  να φανεί η μαύρη Μερσεντές του στη στροφή του δρόμου. Ανυπομονούσε να τους δει και τους δυο.

    Η γιαγιά ήταν πάντα διαχυτική μαζί του κι έδειχνε με κάθε τρόπο την αγάπη της· με χάδια, γλυκόλογα και φιλιά, με παιχνίδια και γλυκά. Ήταν δασκάλα στα νιάτα της η γιαγιά κι ήξερε από κάτι τέτοια,  σ’  αντίθεση με τον παππού που, σαν δικαστικός, ήταν πιο συγκρατημένος, αλλά κι αυτός τον αγκάλιαζε και του χάιδευε τα μαλλιά. Τα παιχνίδια τα κρατούσε η γιαγιά, αλλά ήταν ολοφάνερο πως μαζί τ’ αγοράζανε.

    Ο  παππούς τον βοηθούσε στα δύσκολα παζλ ή στα συναρμολογούμενα παιχνίδια, όταν μόνος του δεν μπορούσε να τα τελειώσει, ή του έλυνε τις απορίες για πράματα που δεν κάτεχε καλά. Πόσα ήξερε ο παππούς! Ώρες-ώρες, βέβαια, είχε την εντύπωση πως τα ήξερε και η γιαγιά, αλλά επίτηδες δεν του απαντούσε, για να ρωτήσει τον παππού και να του δώσει εκείνος την απάντηση!

    – Μπαμπά! Ήρθε ο παππούς και η γιαγιά! Είπε κάποια στιγμή ο Γιαννάκης.

    – Ναι; Είπε ο μπαμπάς με προσποιητή έκπληξη. Πάμε ν’ ανοίξουμε την πόρτα. Να περιμένουμε όμως πρώτα να χτυπήσει το κουδούνι. Έτσι;

    Μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού του έδειξε πως συμφωνούσε.

    Ο παππούς κι η γιαγιά ήρθαν, οι ευχές κυριάρχησαν για λίγη ώρα· για το καλό νέο της μέρας, για τη γιορτή του Χρήστου… Αγκαλιές, φιλιά, γέλια και καλή διάθεση…

    Ξαφνικά όλα ανατράπηκαν! Την ώρα που ο Γιαννάκης έσκιζε τα περιτυλίγματα για να δει τα δώρα των παππούδων χτύπησε το κινητό τηλέφωνο του Χρήστου.

    – Πότε; είπε εκείνος. Σε πόση ώρα υπολογίζεις να φτάσει; Έρχομαι.

    Γύρισε στους δικούς του. Το πρόσωπό του τώρα είχε κατσουφιάσει.

    – Επείγον περιστατικό! Είπε έτσι αόριστα.

    Γύρισε στη γυναίκα του και την αγκάλιασε.

    – Με συγχωρείς, αγάπη μου! Είπε. Ένα τροχαίο ατύχημα έγινε και τραυματίστηκε σοβαρά ένας νεαρός και πρέπει να χειρουργηθεί.

    Εκείνη τον φίλησε και:

    – Θα τα βολέψουμε εμείς, του είπε.

    Και στ’ αφτί με τρόπο:

    – Με το Γιαννάκη τι θα κάνουμε;

    Εκείνος, σαν να μην άκουσε, γύρισε στους γονείς του.

    – Μαμά, είπε, εσύ μπορείς να κάνεις παρέα στη Μαίρη ώσπου να έρθουν και οι άλλοι;  Εσύ, μπαμπά, με το Γιάννη μπορείς να πας εδώ στο “Άνεση” για να δείτε τα μαγικά; και του έκλεισε με τρόπο το μάτι.

    – Βεβαίως! Αποκρίθηκε εκείνος. Οι άντρες θα πάμε στα μαγικά και οι γυναίκες θα μείνουν για λίγο στο σπίτι να ετοιμάσουν τα φαγητά.

    Ο μπαμπάς πήρε αγκαλιά το Γιάννη, τον φίλησε και του έδωσε τα εισιτήρια.

    – Μην τα χάσεις, γιατί χαθήκαμε! Είπε.

    – Θα τα δώσω στον παππού, είπε εκείνος και άπλωσε κιόλας προς το χέρι του προς το μέρος του.

    – Γεια σας, είπε και βγήκε γρήγορα.

    Μεσολάβησαν κάποια δευτερόλεπτα αμηχανίας. Σχεδόν ακίνητοι μένανε όλοι στο χολ με την πόρτα κλειστή. Προφανέστατα οι μεγάλοι καταριούνταν την τύχη τους που τους χάλασε τη γιορτή κι εύχονταν να είναι κάτι επιπόλαιο και να γύριζε γρήγορα ο Χρήστος. Ήξεραν όμως πως τα πράματα δεν ήταν έτσι. Για να φωνάζουν τη μέρα της γιορτής του το διευθυντή τους…

    – Λοιπόν! Έσπασε τη σιωπή ο παππούς. Εμείς οι άντρες φεύγουμε! Πάμε, Γιαννάκη;

    Ο μικρός έπιασε το χέρι του παππού του και τον ακολούθησε προς την έξοδο. Σε λίγη ώρα χάθηκαν στη στροφή του δρόμου και, διασχίζοντας τον πεζόδρομο της γειτονιάς του, βρέθηκαν στην αίθουσα που ο περίφημος “μάγος” θα εντυπωσίαζε τους μεγάλους και θα μάγευε τους μικρούς με τις φοβερές και τρομερές ικανότητές του.

    Ήταν ένα στενόμακρο δωμάτιο περίπου πενήντα τετραγωνικά μέτρα όλο κι όλο, στολισμένο με φανταχτερά χρωματιστά φώτα. Στο βάθος του ήταν η σκηνή, ένα υπερυψωμένο πατάρι με προβολείς δυνατούς , που το φώτιζαν απ’ το ταβάνι. Ένα πλαίσιο πολύχρωμο κάλυπτε το κενό μεταξύ της σκηνής και του τοίχου. Ξεκινούσε από το ταβάνι κι έφτανε ως το   πάτωμα. Ουσιαστικά ήταν ένα Π πλάτους ενός μέτρου. Ανάμεσα στα δυο του σκέλη ήταν η σκηνή, τη βάση της οποίας, το υποσκήνιο σα να λέμε, κάλυπτε από μπροστά ένα μπλε πανί, που πάνω του είχε ζωγραφισμένα κάποια από τα “θαύματα” του ταχυδακτυλουργού.

    Δίπλα στην είσοδο της αίθουσας και δεξιά σ’ αυτόν που έμπαινε ήταν ένα ψυγείο-προθήκη με αναψυκτικά και διάφορες σοκολάτες και ζαχαρωτά. Αριστερά οι τουαλέτες.

    Σε λίγο ημίφως απλώθηκε στην αίθουσα, αφού τα τζάμια των παραθύρων ήταν βαμμένα με σκούρα χρώματα και δεν επέτρεπαν το φως της μέρας να μπει. Οι προβολείς άναψαν κι έλουσαν τη σκηνή. Ο “μάγος”, ντυμένος με μαύρο κοστούμι, κάτι σα σμόκιν, και φορώντας ημίψηλο καπέλο εμφανίστηκε στη σκηνή και, αφού καλημέρισε κι ευχήθηκε σ’ όλους “χρόνια πολλά”, άρχισε να παρουσιάζει το πρόγραμμά του. Ποτά που αλλάζανε γεύση, πουλιά που εξαφανίζονταν κι εμφανίζονταν μετά, κέρματα που χάνονταν και τα εμφάνιζε από τ’ αφτί ή τη μύτη κάποιου παιδιού…Θαυμασμός κι εντυπωσιασμός κυριαρχούσε στο χώρο. Τη σιωπή διαδέχονταν επιφωνήματα θαυμασμού και χειροκροτήματα ενθουσιώδη.

    Ο Γιαννάκης έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Μόνο η απουσία του πατέρα του σκίαζε τη χαρά του. Ήταν βέβαια ο παππούς του δίπλα. Αλλά αυτός ήταν παππούς· δεν ήταν μπαμπάς! Συχνά ήθελε να τον αγκαλιάσει για να δείξει τον ενθουσιασμό του, αλλά, σαν τον έβλεπε έτσι σοβαρό κι αμίλητο, του κοβόταν η όρεξη.

    Είχε περάσει μια ώρα σχεδόν όταν η αίθουσα φωτίστηκε. Η “παράσταση έλαβε τέλος”, όπως είπε κι μάγος. Όλοι σηκώθηκαν όρθιοι και βάδισαν σιγά-σιγά προς την έξοδο. Μαζί μ’ όλους τους άλλους έβγαινε κι ο Γιαννάκης με τον παππού του, που τον κρατούσε σφιχτά από το χέρι. Περπατώντας αργά έφτασαν στο δρόμο κι τάχυναν το βήμα για να γυρίσουν στο σπίτι.

    – Καλά ήταν; Σου άρεσε; Ρώτησε ο παππούς.

    – Ναι, παππού!

    Όταν έφτασαν, η μαμά και η γιαγιά είχαν τελειώσει όλες τις δουλειές και περίμεναν και τους υπόλοιπους για να καθίσουν στο τραπέζι. Ο μικρός ερεύνησε με το βλέμμα του το χώρο.

    – Ο μπαμπάς; Ρώτησε.

    – Δεν τελείωσε ακόμα, αγοράκι μου! Και του έδωσε ένα φιλί. Ύστερα:

    – Ήταν ωραία η παράσταση; είπε για ν’ αλλάξει θέμα.

    – Πολύ καλή! Είπε αδιάφορα ο μικρός. Γιατί δεν ήρθε ακόμη ο μπαμπάς; είπε μ’ ανυπομονησία.

    –  Φαίνεται πως το περιστατικό είναι πολύ σοβαρό, αποκρίθηκε η μητέρα. Δεν μπορούσε ν’ αφήσει χτυπημένο ένα παιδί και να έρθει να μείνει μαζί μας! Δεν είναι σωστό.

    – Δεν είναι σωστό, αλλά εσύ λες ότι είναι σωστό να μένουμε εμείς μόνοι μας;

    – Αγοράκι μου, αυτές τις απαιτήσεις έχει το λειτούργημά του! Είπε ο παππούς.

    – Παππού, συγγνώμη, αλλά δεν καταλαβαίνω, είπε ο Γιάννης.

    – Δεν πειράζει! Θα καταλάβεις όταν μεγαλώσεις, είπε ο παππούς και του χάιδεψε κατά πώς συνήθιζε το κεφάλι.

    Κάθε φορά που χτυπούσε το κουδούνι, ο Γιάννης πεταγόταν ν’ ανοίξει γεμάτος αγωνία και δεχόταν τις ευχές, τα φιλιά και τα δώρα των συγγενών μ’ απογοήτευση!

    Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, ο παππούς είπε να περιμένουν λίγο μην τυχόν κι φανεί κι ο “εορτάζων” κι αφού πέρασε αρκετή ώρα κι η πείνα άρχισε να τους ζώνει,

    -Μαίρη, είπε, εγώ λέω να καθίσουμε στο τραπέζι. Τόσο κόπο έκανες να μαγειρέψεις τα φαγητά. Κρίμα δεν είναι να τα φάμε παγωμένα;

    – Περάστε! Είπε εκείνη και τους οδήγησε στην τραπεζαρία.

    Τα μικρά παιδιά, τα ξαδερφάκια του Γιάννη, κάθισαν στο τραπέζι της κουζίνας και για να μπορούν πιο άνετα να φάνε και για να παίξουν μετά. Βέβαια κάθε τόσο η Μαίρη πήγαινε στο τραπέζι τους και για να τους γεμίζει τα πιάτα με τις χριστουγεννιάτικες λιχουδιές και για να παρακολουθεί τα παιχνίδια και τις σκανταλιές τους.

    Κόντευαν να τελειώσουν το γεύμα, όταν ακούστηκε το κλειδί στην πόρτα.

    – Ο μπαμπάς! Είπε ο Γιάννης και πετάχτηκε όρθιος.

    Δεν είχε πέσει έξω. Πράγματι ήταν αυτός, αλλά βαρύς και κουρασμένος. Τον είδε και του χαμογέλασε.

    – Εντάξει; του είπε με νόημα.

    – Ναι! Έκανε ο μικρός και ρίχτηκε στην αγκαλιά του.

    – Πώς πήγε; τον ρώτησαν οι άλλοι, όταν τέλειωσαν τις ευχές. Η Μαίρη του έβαλε μπροστά του ένα πιάτο.

    – Θα σερβιριστείς μόνος σου ή να σου βάλω εγώ; τον ρώτησε.

    – Δεν κατεβαίνει μπουκιά! Είπε εκείνος. Βάλε μου, σε παρακαλώ, ένα ποτό.

    – Πώς πήγε; ρώτησαν οι άλλοι.

    – Δεν πήγε! Ηττηθήκαμε! Απάντησε. Επί τόσες ώρες πάλευα να το κρατήσω στη ζωή κι όλο μου ξέφευγε! Τι να πω; Είχε χτυπήσει πολύ άσχημα! Σπλήνας, συκώτι, έντερα, στομάχι,  είχαν γίνει κόσκινο. Χώρια τα κατάγματα! Μόνο η καρδιά του δούλευε, αλλά στο τέλος δεν άντεξε κι αυτή. Ηττηθήκαμε! Κι άντε να το πεις στους γονείς του που σε περίμεναν απ’ έξω από το χειρουργείο πεθαμένοι από την αγωνία. Τι να τους πεις; Συγγνώμη που σας χαλάω τώρα τη διάθεση, αλλά κάτι τέτοιες καταστάσεις ακόμη και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, δεν μπορώ να τις διαχειριστώ.

    Όλοι  έδειξαν κατανόηση. Άλλωστε αδέρφια και γονείς του ήταν. Μετά από λίγο άρχισαν ένας-ένας  ν’ αποχωρούν. Πρώτα ο παππούς κι η γιαγιά και μετά οι υπόλοιποι. Σαν έμειναν μόνοι,

    -Λοιπόν, Γιαννάκη, πώς τα πήγες με  τον παππού και το μάγο;

    – Καλά τα πήγα είπε εκείνος. Όμως θυμάσαι που σου είπα πως, “άμα μεγαλώσω, θα γίνω γιατρός”;

    – Ναι. Γιατί;

    – Γιατί δε θα γίνω! Θα γίνω δικαστής, σαν τον παππού! Είπε πολύ σοβαρά ο μικρός.

    – Να γίνεις ό,τι θέλεις και να είσαι ευτυχισμένος, είπε ο Χρήστος και τον φίλησε. Να ξέρεις όμως πως ό,τι κι αν κάνεις, πρέπει να το αγαπάς και να το κάνεις σοβαρά και υπεύθυνα.

    Τα χρόνια πέρασαν,  ο Γιαννάκης έγινε ένα όμορφος ψηλός και σοβαρός νέος, τελείωσε τη νομική σχολή, μπήκε στο δικαστικό σώμα κι έγινε δικαστικός, όπως είχε πει τότε, που ήταν μωρό σχεδόν, εκείνα τα Χριστούγεννα στον πατέρα του. Μόνο που ο παππούς του δε ζούσε πια για να τον καμαρώνει. Ποιος ξέρει; Μπορεί και στον άλλο κόσμο η Θέμιδα να χρειάζεται τους λειτουργούς της και να τον είχε κι εκεί στην Έδρα, για ν’ απονέμει το δίκαιο. Μπορεί στα διαλείμματα της  δίκης να κοιτούσε και λίγο στον απάνω κόσμο και να τον έβλεπε!

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Ρίξε, πάω να δω τι βρωμάει

    Γράφει η Άννη Νούνεση Τα χείγια του μαυροφόρου του αδρεφού...

    Νεανικές τρέλες

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης. Η φωτογραφία είναι από...

    Σιωπώ αλλά μιλάνε όλα μου (upd)

    Γράφει η Μαρία K. Σπάνια είμαι συνοδηγός, συνήθως οδηγώ εγώ....

    Πολ Όστερ: Ο μάστορας των ψευδαισθήσεων

    Άρθρο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Διονύση Μαρίνου στην ιστοσελίδα...
    -- Διαφήμιση --