18.3 C
Galatsi
Πέμπτη, 16 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Ανοιξιάτικη μπόρα

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Του Γιώργου Δ. Μπέτη

    Έχουν περάσει χρόνια από τότε. Περίπου μια ολόκληρη τριακονταετία. Ζούσαν ακόμη τότε οι παππούδες του κι αυτός ήταν μικρό παιδάκι. Οχτώ; Δέκα ετών; Δεν μπορούσε να προσδιορίσει με ακρίβεια. Θυμάται μόνο πως ήταν με τη γιαγιά του την Αγγελική κι είχαν πάει στ’ αμπέλι τους. Μάης ήταν κι οι ανοιξιάτικες βροχές και μπόρες ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στην περιοχή τους. Κάθε φορά που έβρεχε η γιαγιά μουρμούριζε, γιατί έπρεπε να ψεκάσει με γαλαζόπετρα τ’ αμπέλι, γιατί, όπως έλεγε, αν δεν ψεκάσεις, δεν τρως!

    Και δεν ήταν παίξε γέλασε το γυαλοπέτρισμα! Ξεπλάτισμα ήταν! Δέκα με είκοσι ψεκαστήρες, ανάλογα με την περίσταση και την εμφάνιση του περονόσπορου. Κι έπρεπε να το περάσει τρία ή και τέσσερα χέρια, όπως έλεγε το κάθε ράντισμα. Έπρεπε, δηλαδή, να περάσουν από την πλάτη της εξήντα ή κι ογδόντα ψεκαστήρες δέκα λίτρων, ανάλογα με την ποσότητα των βροχών.

    -- Διαφήμιση --

    Επειδή όμως η γιαγιά φοβόταν να μένει όλη τη μέρα μόνη της στ’ αμπέλι ή έτσι έλεγε, έπαιρνε κι κάποιον άλλο από την οικογένεια για παρέα συνήθως κάποιο μικρό παιδί, αφού όλοι οι άλλοι δούλευαν και «δεν ευκαιρούσαν» να πάνε μαζί της. Ο πραγματικός λόγος ασφαλώς ήταν η απουσία κάποιου ατόμου για την επίβλεψη των μικρών. Έτσι ο κλήρος έπεφτε πότε στο Στέλιο και πότε στην αδερφή του, την Αγγελική, οποία πήγαινε πιο συχνά, αφού ήταν μικρή και δεν είχε σχολείο. Ο Στέλιος πήγαινε μόνο αν τύχαινε Κυριακή το ράντισμα, γιατί τις άλλες μέρες έπρεπε να παρακολουθεί τα μαθήματά του, για «να γίνει άνθρωπος».

    Μάης, λοιπόν, ήταν και ξεκίνησαν πρωί πρωί για το αμπέλι. Φορτωμένος ο γάιδαρος με τα αναγκαία για τη δουλειά και το φαγητό της μέρας. Μαζί μ’ όλα τ’ άλλα και ο Στέλιος!

    -- Διαφήμιση --
    • Εσύ θα κουμαντάρεις το Μένιο μας! Είπε η γιαγιά. Είσαι μεγάλος πια.

    Περήφανος ο μικρός έπιασε το καπίστρι. Η Αγγελική ήξερε πως ο Μένιος ήταν πολύ ήρεμο ζώο και το εγγόνι της δεν κινδύνευε. Άλλωστε κι αυτή μαζί θα πήγαινε. Απλά ήθελε να νιώσει κι αυτό πως προσφέρει κάτι σ’ αυτή τη δουλειά. Αλλά και μόνο του να τ’ άφηνε το γαϊδούρι, πάλι θα πήγαινε, αφού τα ζώα αυτά έχουν μνήμη πολύ καλή!

    Όλα φαίνονταν να κυλούν ομαλά. Υπήρχε, βέβαια, κάποια ανησυχία της  γιαγιάς Αγγελικής για τον καιρό, αφού έβλεπε κάποια σύννεφα «που δεν της άρεσαν», αλλά αποφάσισε να ξεκινήσει.

    • Ας ελπίσουμε, Στελάκη,  πως δε θα μας κάνει καμιά λαχτάρα ο καιρός!
    • Τί λαχτάρα, γιαγιά;
    • Λέω μήπως  βρέξει και πάμε τζάμπα και βραχούμε χωρίς λόγο. Αλλά πάλι πού ξέρεις τι θα κάνει αύριο ή μεθαύριο; Συμβόλαιο με τον καιρό δεν μπορείς να κάνεις! Πάμε κι ο Θεός βοηθός.

    Όμως, αν με τον καιρό δεν μπορείς να κάνεις συμβόλαιο, πώς μπορείς να είσαι σίγουρος για τη βοήθεια του Μεγαλοδύναμου; Καλού κακού πήρε και τ’ αδιάβροχά τους  η γιαγιά, ευχήθηκε να μην πάει χαμένος ο κόπος της και ξεκίνησαν. Η απόσταση δεν ήταν και πολύ μεγάλη. Από το σπίτι, για να φτάσει κανείς στ’ αμπέλι, δε θα έκανε περισσότερο από μισή ώρα. Έπρεπε να περπατήσουν ο Μένιος κι γιαγιά περίπου δυόμισι χιλιόμετρα.

    Μάης, λοιπόν, ήταν κι η φύση στην καλύτερη ώρα της. Τα δέντρα είχαν πρασινίσει, τα λουλούδια γίνονταν σιγά σιγά καρποί, μικροί ακόμα κι άγουροι οι πιο πολλοί, αλλά κι άλλοι ώριμοι που με τα χρώματά τους ομόρφαιναν τον τόπο και προκαλούσαν ζώα κι ανθρώπους να τους κόψουν και να τους γευτούν. Οι ελιές στην ανθοφορία τους, κάτασπρες, ετοίμαζαν τους πολύτιμους ζουμερούς καρπούς τους, που θ’ αργούσαν ακόμη, όπως και τα σταφύλια των αμπελιών, να ωριμάσουν. Μουριές, μουσμουλιές, κερασιές, βερικοκιές έδειχναν με καμάρι τους καρπούς τους κι έκαναν τους καλλιεργητές τους ν’ αγωνιούν. Θα προλάβαιναν να μαζέψουν τη σοδειά τους ή θα τους την άρπαζε μεσ’ απ’ τα χέρια τους το χαλάζι; Οι αιώνιες λαχτάρες των γεωργών!

    Ο Στέλιος όμως δε σκεφτόταν τέτοια πράματα. Παρακολουθούσε και δε χόρταινε να βλέπει το πανηγύρι της φύσης που, ντυμένη στα καλά της, δε σταματούσε γιορτάζει. Άκουγε  τα πουλιά να κελαηδούν χαρούμενα και να πετούν από κλαδί σε κλαδί, έβλεπε τους αγρούς με τα πολύχρωμα λουλούδια, που στόλιζαν το καταπράσινο φόρεμά τους, και γενικά θαύμαζε το ξανάνιωμα της φύσης και της ζωής!

    Όλα ήταν χαρούμενα κι όμορφα. Ακόμα κι ο ήλιος έκανε παιχνιδάκια με τα σύννεφα! Μια έβγαινε ολόλαμπρός κι έκανε τα πάντα να ζωηρεύουν, μια κρυβόταν για λίγο πίσω απ’ τα σύννεφα που πύκνωναν σιγά σιγά κι έκανε τη γιαγιά να γκρινιάζει πιο πολύ.

    • Λες να μας λαχταρίσει, Στελάκη;
    • Ποιος γιαγιά;
    • Τίποτα, αγόρι μου! Απλά κάτι σκέφτηκα.
    • Ποιος να μας λαχταρίσει, γιαγιά; Ξαναρώτησε ο μικρός.
    • Ποιος να μας λαχταρίσει; Επανέλαβε εκείνη την ερώτηση, για εξοικονομήσει χρόνο, για να σκεφτεί μια πειστική απάντηση.
    • Να! Λέω μήπως ο Μένιος δε βρει το δρόμο όπως είναι φορτωμένος. Αλλά εμείς τον ξέρουμε το δρόμο! Δεν τον ξέρουμε;
    • Και βέβαια τον ξέρουμε! Είπε ο Στέλιος. Ακόμα κι εγώ μπορώ μόνος μου να πάω από το σπίτι στ’ αμπέλι!
    • Αφού ξέρεις, δείξε μου πού είναι, έκανε πονηρά η γιαγιά.
    • Αυτό εδώ δεν είναι; Αφού γνωρίζω και την πόρτα και το καλύβι μας, έκανε περήφανος ο μικρός.
    • Μπράβο, Στελάκη! Για να δούμε τώρα τι θα κάνει ο Μένιος; Θα το γνωρίσει;

    Το γαϊδουράκι έστριψε και σταμάτησε μπροστά στην πόρτα. Άνοιξε η Αγγελική και κατευθύνθηκαν όλοι μαζί προς το καλυβάκι τους.

    Ήταν ένα κτίριο μικρό, γύρω στα τριάντα τετραγωνικά, πετρόχτιστο, με ταράτσα. Ουσιαστικά ήταν μια αποθήκη, αλλά μέσα υπήρχε στοιχειώδης εξοπλισμός «για ώρα ανάγκης», που έλεγε κι η Αγγελική. Μια πόρτα κι ένα παράθυρο επέτρεπαν στο φως να μπαίνει στο εσωτερικό και μια λάμπα πετρελαίου μπορούσε να φωτίσει το χώρο, αν αναγκαζόταν να μείνουν τη νύχτα. Ήταν τακτοποιημένο και καθαρό σχετικά, αφού δεν ήταν η πρώτη φορά που θα πήγαιναν εκείνη τη χρονιά. Το είχαν καθαρίσει, το είχαν ασπρίσει και  ένιωθαν άνετα σ’ αυτό και οι μεγάλοι, αφού οι χώροι τους τους βόλευαν, και οι μικροί, αφού υπήρχαν μερικά παλιά παιχνίδια δίπλα στο πηγάδι. Κίνδυνος δεν υπήρχε, αφού ήταν κλειδωμένο το καπάκι του και μια χειροκίνητη αντλία ανέβαζε το νερό στην επιφάνεια.

    Ξεφόρτωσαν το γάιδαρο και τον έδεσαν σε ένα κούτσουρο που είχαν γι’ αυτή τη δουλειά στο υπόστεγο, κοντά στο πηγάδι. Η Αγγελική άφησε σκόπιμα χαλαρό το σχοινί, για να μπορεί να φτάνει στο γρασίδι που φύτρωνε λίγο πιο πέρα.

    • Δούλεψε, είπε. Δεν είναι σωστό να τον αφήσουμε νηστικό!

     Στο μεταξύ τα σύννεφα πύκνωσαν κι ο ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει. Δεν πρόλαβε η γιαγιά να του «μέσα» κι οι πρώτες χοντρές σταγόνες άρχισαν να πέφτουν. Γρήγορα μάζεψε το φορτίο στην αποθήκη και κάθισαν στο παράθυρο να χαζέψουν τη βροχή, που ήδη είχε αρχίσει να δυναμώνει. Αστραπές αυλάκωναν τον ουρανό, φώτιζαν το περιβάλλον και βροντές εκκωφαντικές έκαναν το μικρό να θέλει να κρυφτεί στην αγκαλιά της γιαγιάς του. Κι αυτή βέβαια φοβόταν, αλλά δεν ήθελε να εξωτερικεύσει το φόβο της, για να μπορέσει να ηρεμήσει το Στέλιο της. Σκέφτηκε, λοιπόν, να βρει τρόπο, ώστε το παιδάκι να ξεχάσει για λίγο τον πανικό του.

    • Το ξέρεις, του είπε, πως το φως τρέχει πολύ περισσότερο από τον ήχο, ο οποίος είναι πολύ αργός. Τρέχει με περίπου τριακόσια εξήντα μέτρα το δευτερόλεπτο! Αν έχουμε, έναν κεραυνό, πρώτα θα δούμε το φως του και πολύ αργότερα θ’ ακούσουμε τη βροντή! Αν δούμε το φως της αστραπής, μετράμε πόσα δευτερόλεπτα θα περάσουν ώσπου ν’ ακούσουμε τη βροντή. Έτσι μπορούμε να υπολογίσουμε πόσο μακριά έγινε το φαινόμενο.

    Βλέποντας το μικρό να την κοιτά με βλέμμα γεμάτο απορία, κατάλαβε την αποτυχία του εγχειρήματός της.

    – Αυτά όμως είναι δύσκολα και θα τα μάθεις όταν πας σε μεγαλύτερες τάξεις. Άμα είσαι και καλός μαθητής, θα τα μάθεις μια χαρά και θα μου τα λες κι εμένα που είμαι γριά. Ναι;

    Δεν πρόλαβε καλά-καλά εκείνος ν’ απαντήσει κι ένας κεραυνός χτύπησε το διπλανό τους δέντρο. Η αποθήκη άρχισε να τρίζει, ο Μένιος προσπαθούσε να κόψει το σχοινί που τον έδενε και να φύγει, η Αγγελική σταυροκοπιόταν και προσεύχονταν κι Στέλιος είχε χωθεί κυριολεκτικά στα φουστάνια της γιαγιάς του κι έκλαιγε με αναφιλητά!

    • Θέλω να γυρίσουμε στο σπίτι! Έλεγε.

    Η γιαγιά του προσπαθούσε να τον ηρεμήσει με γλυκόλογα και με υποσχέσεις για φαγητά και γλυκά που του άρεσαν πάρα πολύ, αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος.

    • Να γυρίσουμε στο σπίτι! Τώρα! Φοβάμαι εδώ!
    • Θα γυρίσουμε, γλυκό μου! Θα γυρίσουμε. Αλλά μόλις σταματήσει η μπόρα. Τώρα είναι επικίνδυνο. Οι κεραυνοί πέφτουν σε ψηλά δέντρα και κτίρια. Εδώ δεν κινδυνεύουμε. Οι πιο ασφαλείς είμαστε εμείς εδώ στο σπιτάκι κι ο Μένιος στο υπόστεγο. Και καλά ο Μένιος είναι ζώο και δεν το καταλαβαίνει. Εσύ όμως; Εσύ είσαι μεγάλο παιδί και πας και στο σχολείο και ξέρεις και γράμματα…

    Η γιαγιά όλο και μιλούσε για να ηρεμήσει το εγγονάκι της και να ξεπεράσει και το δικό της φόβο. Γιατί κι αυτή φοβόταν κι είχε μετανιώσει για την αποκοτιά της να ξεκινήσει με τέτοιο καιρό για τ’ αμπέλι και, κυρίως για ψέκασμα! Ποιος να τ’ ακούσει και να μη γελάσει!

    Ο καιρός ωστόσο εξακολουθούσε το δικό του τροπάρι· αστραπόβροντα και βροχή δυνατή. Η καταιγίδα συνέχιζε απτόητη κι ο Στέλιος είχε λουφάξει στα φουστάνια της γιαγιάς και σπαρταρούσε κάθε φορά που βροντούσε δυνατά ή άστραφτε. Η Αγγελική προσπαθούσε να τον ηρεμήσει με χάδια και λόγια παρηγοριάς!

    Σε λίγο φάνηκε το ουράνιο τόξο κι η βροχή έπεφτε πια ήρεμα για λίγο.

    •  Κοίτα, Στελάκη! Το ουράνιο τόξο!

    Εκείνος όμως δεν είχε διάθεση.

    • Το έχω ξαναδεί. Είπε κακόκεφος.

    Ο ήλιος βγήκε μεσούρανα ολόλαμπρος θριαμβευτής να φωτίζει τα πάντα και να τα ξανανιώνει. Λουλούδια, φυτά και δέντρα γυαλοκοπούσαν κάτω από το φως του. τα χρώματα φαίνονταν πιο ζωηρά. Ομορφιά και αρμονία! Τα πουλιά, που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν εξαφανιστεί, άρχισαν και πάλι να πετούν. Η ζωή ξανάρχιζε να κινείται στους γνώριμους ρυθμούς. Πουλιά, αρπακτικά και μη, ζώα σαρκοφάγα ή  φυτοφάγα ξεκινούσαν και πάλι τον αγώνα της τροφής και της επιβίωσης. Το εργαστήρι της φύσης στην καθημερινή του λειτουργία!

    Ο Στέλιος κι η Αγγελική αποφάσισαν, όταν τα πράγματα ηρέμησαν κάπως, να ξαναφορτώσουν το Μένιο τους και να γυρίσουν στο χωριό. Δεν είχαν τη διάθεση ν’ απολαύσουν το θαύμα που συντελούνταν. Αυτή όμως η μπόρα θα έμενε χαραγμένη στη μνήμη του μικρού, τότε, Στέλιου και τον συνόδεψε σ’ όλη του τη ζωή! Γιατί υπάρχουν στιγμές που έρχονται και ξανάρχονται και σημαδεύουν τη ζήση μας, χωρίς να έχουν κάτι πολύ σημαντικό για τους άλλους. Είναι η καθημερινότητα που περνάει απαρατήρητη γι’ αυτούς, αλλά φέρνει σημαδιακές εμπειρίες για μας, που μας διαμορφώνουν ως ανθρώπους.  Είναι αυτό που λέμε βιώματα καλά ή κακά, καταστάσεις, οι οποίες δε μας αφορούν άμεσα, αλλά μας επηρεάζουν. Έτσι σιγά σιγά γίνεται ο άνθρωπος με τα καλά και τ’ αρνητικά του, αυτά που συναποτελούν την πείρα της ζωής μας.

    Γαλάτσι 01/06/2023

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Μοναξιά και καθρέφτης

    Γράφει η Άννη Νούνεση Έμαθε τον Πρεβέρ απέξω, τα λόγια,...

    Ένα παρά λίγο ολέθριο λάθος

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Το στρατόπεδο ήταν στην άκρη...

    Στο καφενείο της φαντασίας με τον Ηλία Πετρόπουλο

    Γράφει η Μαρία Κ. Το σκίτσο από τη σελίδα...

    Στρεβλοποδία

    Γράφει η Ρία Καλφακάκου. Στη φωτογραφία εξωφύλλου πίνακας του...
    -- Διαφήμιση --