Η τακτική αρθρογράφος δεν θέλησε να υπογράψει το κείμενο
Είναι χρόνια τώρα που η ιδιότητα μου ως γυναίκα άλλαξε προτεραιότητα. Από τότε που αντίκρυσα το πρώτο σπλάχνο της ζωής μου. Από τότε που σε εκείνα τα αθώα μάτια του παιδιού μου έδινα όρκους ότι θα δώσω και την ζωή μου για να φτάσει να γίνει ένας άνθρωπος – λίθος αυτού του κόσμου.
Μετά ήρθε το δεύτερο παιδί και εγώ μέσα στην ατελείωτη ευτυχία και ευλογία για τα δύο υπέροχα πλάσματα που έφερα στον κόσμο άρχισα να νιώθω πιο ανασφαλής από ποτέ. Μια ανασφάλεια που από τότε δεν τελείωσε ποτέ.
Έπιασα τον εαυτό μου να τρέμει όταν μεγαλώνοντας τα, άρχισα να φοβάμαι τη μοχθηρία αυτού του κόσμου που άγγιζε τις αθώες τους ψυχές, τα όνειρα τους που πετούσαν σε ξένες γειτονιές του κόσμου. Εκεί που δεν έφταναν οι δικές μου φτερούγες.
Ήξερα από καιρό πριν ότι η ιδιότητα της μάνας με έκανε πολεμίστρια της ζωής με “αχίλλειο πτέρνα”. Η ελευθερία της σκέψης μου δεν υπήρχε πλέον και πάντα θα ήμουν πρώτα μάνα και μετά γυναίκα.
Για όλα εκείνα τα ξενύχτια πάνω από τις κούνιες των παιδιών μου που τώρα έγιναν ένα ξενύχτι πάνω από ένα κινητό για ένα μήνυμα ή ένα τηλέφωνο ένα έχω να πω: Ότι είναι δόση ανάσας και αυτό το νιώθει κάθε μάνα, αλλά μόνο η μάνα.
Είναι φορές που νιώθω τραγική και υπερβολική πνίγοντας τα παιδιά μου με μια ακόμα συμβουλή. Μα άμα δεν την πω θα με πνίξει και θα λέω γιατί δεν την είπα. Θέλω να είμαι της εποχής τους, μα μάλλον μια μάνα ζει μόνο στην “Εποχή της μάνας “.
Την επόμενη του τραγικού δυστυχήματος των Τεμπών πήρα στην κυριολεξία τα βουνά. Δεν με χωρούσε το σπίτι, η γη, με έπνιγε το άδικο, ένιωθα ότι ζούσα το δράμα των φόβων και της ανασφάλειας μου. Η λύπη ανακατευόταν με οργή και ένας κόμπος στο λαιμό μου ‘φερνε λυποθυμία.
Για όλα αυτά τα γιατί, για όλες αυτές τις μάνες, ακόμα και του Παύλου, του Ιάσονα, του Βασίλη, του Αλέξανδρου και του κάθε παιδιού που η ανάλγητη εξουσία τελείωσε και την ζωή των γονιών τους, πρέπει επιτέλους να γκρεμιστεί ένας κόσμος.