17.2 C
Galatsi
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Ο μικρός ραντιέρης των Βαλκανίων

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Γράφει ο Αποστόλης Ραζής

    Πάνε σαράντα τόσα χρόνια που βρεθήκαμε σε μια χώρα του τότε «υπαρκτού»

    σοσιαλισμού, στην Ρουμανία. Φοιτητικοί μετανάστες, φεύγαμε όσο μακρύτερα μπορούσαμε απ’ την κακιά μητριά πατρίδα κι από ένα αποτυχημένο εκπαιδευτικό σύστημα. Μόλις είχαμε ξεμυτίσει απ’ το μεγάλο αυγό του Ελληνικού λυκείου, και κάναμε τα πρώτα μας βήματα ελεύθεροι απ’ το μητρικό «ζακέτα να πάρεις».

    -- Διαφήμιση --

    Αντικρίζαμε έκπληκτοι κι αθώοι τον εντυπωσιακό, πανέμορφο και γλυκύτατο βορρά της Βαλκανικής. Όπως έλεγε και το πρώτο μας αλφαβητάρι εκμάθησης της γλώσσας: “România este o țară frumoasă cu un popor harnic, muncitor și ospitalier” (Η Ρουμανία είναι μια όμορφη χώρα μ’ ένα λαό επιμελή, εργατικό και φιλόξενό), όπως μας τον περιέγραφαν τα ντόπια εγχειρίδια εκμάθησης της γλώσσας για ξένους φοιτητές, πράγμα αληθές κι επιβεβαιωμένο.

    Για το «εργατικός» υπήρχε βέβαια ένα τοπικό ρητό που υπονόμευε κάπως τις λαμπρές πεποιθήσεις ενός νέου φέρελπι αριστερού: “Noi facem ca muncim și ei fac ca ne plătesc”, παναπεί «εμείς κάνουμε ότι δουλεύουμε κι αυτοί κάνουν πως μας πληρώνουν». Ρουμάνικη αποφθεγματική λαϊκή δικαιοσύνη ήπιας μορφής. Υπήρχαν κι άλλα ζητήματα που δημιουργούσαν αμφιβολίες και ρωγμές στις ακλόνητες μετεφηβικές βεβαιότητες μας.

    -- Διαφήμιση --

    Στην πατρίδα του «Δούναβη της Σκέψης» και «Πρώτου Εργάτη Συντρόφου Νικολάϊ Τσαουσέσκου» και της «Συντρόφισσας Ακαδημαϊκού, Δοκτορέσας, Διακεκριμένης Διδασκάλισσας, Χημικού Μηχανικού Ελένας Τσαουσέσκου». Μόνο οι εκφωνητές του ραδιοφώνου και οι παρουσιάστριες της τηλεόρασης μπορούσαν να προφέρουν τα ονόματα και τους τίτλους με μια ανάσα. Οι λοιποί ιθαγενείς υπήκοοι, αλλά κι εμείς είχαμε μάθει να αναφερόμαστε στον «Νικολάκη ή θείο Νίκο» (nenea Niku) και «θειά Ελενάκι» (tanti Lenuța)με τον φόβο του ασφαλίτη (πραγματικό ή φανταστικό) πάνω απ’ το κεφάλι μας.

    Η Ρουμανία λοιπόν ήταν, και εξακολουθεί να είναι, φαντάζομαι, μια πανέμορφη χώρα, εύφορη, μ’ ένα λαό επιμελή κι εργ… Τα ‘παμε, αλλά εμπεδώστε! Τι βουνά γεμάτα αγελάδες που με αρειμάνιο βλέμμα τύπου «δελτίο των οκτώ» μασούλαγαν τα καταπράσινα χορτάρια τους, τι γαλαζοπράσινες, τύπου πολιτική συναντίληψη, λίμνες και ποτάμια, γεμάτα ψάρια που ομοθυμαδόν πέφτανε στα δίχτυα του ψαρά, σα βουλευτές στο κρίμα, τι υπέδαφος γεμάτο ορυκτά, τι βιομηχανία, τι πετρέλαια, μια χώρα ευλογημένη… Αλλά με πείνα, πόνο και παρά – εμπόριο, παρά – πονο, παρα- πληροφόρηση. Πολύ παρά – μωρ’ αδερφάκι μου…

    Μέσα σ’ αυτή την ειδυλλιακή χώρα είχαμε πάει να σπουδάσουμε κάτι τσούρμα Ελληνόπουλα, ότι μπορούσε και ποθούσε ο καθένας μας. Από φαΐ όμως, μαθημένοι από τις Ελληνίδες μανούλες μας, βλέπαμε, τρόπον τινά, τον χάρο με τα μάτια μας, αν μ’ εννοείτε… Να μην τα πολυλογώ μέσα στην μαύρη πείνα της εποχής έπρεπε να λύσω το επισιτιστικό μου με αυτά που είχα μπροστά μου.

    Οι επιλογές που η βάσκανος μοίρα έριξε στο ερμοσκότεινο μυαλό μου ήταν οι ακόλουθες:

    • Να πηγαίνω στην φοιτητική καντίνα όπου κάθε μέρα υπήρχε ζεστή ξινή σουπίτσα από κόκκαλα και λίπος κάποιου άτυχου ζώου της μεσοπαγετωνικής περιόδου, με άφθονο λάχανο συνοδευόμενο από ένα πιάτο λίπος με κόκαλα και άφθονο ξινό λάχανο (το μόνο που τρωγόταν) και για επιδόρπιο κάτι ξινό οπωσδήποτε, αλλά όχι λάχανο, μα προσέγγιζε ή
    • θα μπορούσα βέβαια, όπως σχεδόν κάθε συμπατριώτης μου, να περιμένω κάθε Κυριακή το δέμα της μανούλας, πράγμα που επιβάρυνε δραματικά τον οριακό προϋπολογισμό του σπιτιού μας στην Αθήνα. Δεν αντέχαμε πρακτικά, αλλά και η αραιή παραλαβή δεμάτων σήμαινε και την μεγαλύτερη διαμαρτυρία ενός εκ των σημαντικότερων μου οργάνων (όχι το πλέον σημαντικό γιατί ήμουν είκοσι και άλλες ο βουλές των ορμονών μου) του στομαχιού που ήθελε τακτικά τη «δόση» του.

    Εξ’ άλλου ή αραιή μου εκτροφή με γεύματα όπως ένα τράκα – τοστ το διήμερο από τους έχοντες και κατέχοντες της εποχής και της συγκυρίας με οδήγησε στην αβιταμίνωση (σκορβούτο), πράγμα που δεν σήκωνε ο οργανισμός μου, άσε που μείωνε την κατά κεφαλήν αξιοπρέπεια καθώς και την όποια αυτοεκτίμηση μου.

    Άρα έμενε να εκπονηθεί μέθοδος παραγωγικότερη προκειμένου να ικανοποιήσω μερικά από τα ταπεινά μου ένστικτα και ιδού πως: Στην δύσκολη πορεία μου προς την κατάκτηση των παρυφών των υδροβιολογικών επιστημών χρειάστηκε πλειστάκις να εντρυφήσω στα παρόχθια μυστικά του όχι και τόσο γαλάζιου Δουνάβεως και των παραποτάμων του. Εκεί εκτός από την ευτυχή ιχθυοπανίδα, ορνιθοπανίδα και άλλες πανίδες ενδημούσαν και οι σκληρά χειμαζόμενοι χωρικοί που ανήκαν στην ρωσικής προέλευσης, φυλή των Λιποβένων*.

    Γλυκύτατοι άνθρωποι, δεινοί ψαράδες, φιλόξενοι κι αγαπησιάρηδες αλλά με μια ανεξέλεγκτη ροπή προς το αλκοόλ. Δεν πιστεύω στα φυλετικά στερεότυπα, αλλά ως Έλλην με ανάγκες, ένοιωσα ότι ξυπνήσανε μέσα μου όλοι οι πρόγονοι της περιούσιας φυλής που με παρόμοιες μεθόδους, ίσως λίγο πιο εκτεταμένες, στην περιοχή, έκαναν τρανταχτές περιούσιες και στο φινάλε τους κάνανε δρόμους και πλατείες εδώ. Βλέπε Συγγρός, Ζάππας, Ποταμιάνοι, Εμπειρίκοι κλπ.

    Εκπονήθηκε σχέδιο πλουτισμού ελάσσονος κλίμακας. Κάποιες σκόρπιες μαρξιστικές γνώσεις περί κεφαλαίου και ιδού: Οι Λιποβένοι ζούσαν απομονωμένοι σε μικρές ποταμίσιες νησίδες σε αυτάρκεις κοινότητες. Κατοικούσαν σε πελάδες ή σταθερά χωριά επάνω σε νησίδες στον παράδεισο των κουνουπιών, βατράχων πουλιών και ψαριών: Το δέλτα του Δούναβη! Σκληροτράχηλοι, ειρηνικοί, γαλήνιοι μ’ ελάχιστες ανάγκες που κάλυπταν με σχετική επάρκεια. Υπήρχαν όμως τρύπες σε τούτην την αυτάρκεια τους. Ο καλά δασκαλεμένος  εκκολαπτόμενος ραντιέρης, εκμεταλλεύτηκε τις αδυναμίες της αγοράς. Στις απομονωμένες αυτές περιοχές δεν υπήρχε αλκοόλ σε επάρκεια ή τουλάχιστον καλύτερης ποιότητας από ντόπιο παραγόμενο από πατάτα ή μέλι. Κι έφερα από αλλού. Η αγορές βρίσκονταν αρκετά μακριά σε πολιτείες χτιστές μ’ ασφάλτινους δρόμους. Με μεγάλη ευκολία, νοικιασμένη πιρόγα, ντόπιο πιλότο φίλο, έφερνα το “stuff” στις ταπεινές πελάδες και λασποχώρια των ψαράδων. Σε πολύ χαμηλές τιμές εξαγόραζα τον ντόπιο πλούτο προσφέροντας άφθονη βότκα, καφέ άκοπο, λίγα τσιγάρα Kent κι ελάχιστα χρήματα στους ντόπιους.

    Αυτοί σε αντάλλαγμα μου προσέφεραν αυτό που είχαν σε αφθονία στον τόπο τους. Ζεστή καρδιά, γλέντια, χήνες σφαγμένες καθαρισμένες και μαύρο ή καστανό χαβιάρι. Κάθε δεύτερη Κυριακή λοιπόν έπαιρνα το τραίνο αξημέρωτα προκειμένου να πάω στις εκβολές του Δούναβη, να ψωνίσω τα χρειώδη για το καλάθι και την ψυχή του νοικοκύρη. Λίγα ποτηράκια μια φιλική κουβέντα και καταλήγαμε σε αγκαλιές, όρκους αιώνιας φιλίας και αδελφοσύνης των λαών. Κάπως έτσι πρέπει να ένοιωθαν τα επίλεκτα μέλη της κομπραδόρικης αστικής τάξης** των Βαλκανίων, χρόνια τώρα.

    Για αρκετά μεγάλο διάστημα συνόδευα την ταπεινή ψητή μου χήνα με μαύρο ή καστανό

    ή και στην μαύρη μου ανάγκη, κόκκινο χαβιάρι σολομού (μπρικ). Πολύχρωμες γευστικές αχτίδες φωτός στο μικρό φτωχικό, φοιτητικό μου δωμάτιο. Έμαθα να καθαρίζω το χαβιάρι απ’ τα σπλάχνα των οξύρρυγχων, να το επεξεργάζομαι με ηλιέλαιο κι αλάτι και να το συσκευάζω σε βάζα. Έστελνα και στη μαμά μου! Οι χήνες πάλι με το πάλλευκο κρέας τους συντελούσαν τα μέγιστα στην ευωχία, ειδικά αν ήταν καλοψημένες, ζουμερές με sauce φρούτα του δάσους και μανιτάρια πευκίτες. Μετά απέκτησα μια χήνα κατοικίδιο, τις αγάπησα και δεν ξανάφαγα ποτέ τα μοναδικά αυτά ζώα (αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία)!

    Το μακρινό 1983 ήμουν ένας μικρός gourmet ευτυχισμένος ραντιέρης που απολάμβανα την υπεραξία που παρήγαγαν οι καλοί μου Λιποβένοι. Κάπως έτσι συνειδητοποίησα τους μηχανισμούς της εκμετάλλευσης. Πάντως εκμεταλλευτής κι εκμεταλλευόμενος βιώναμε αμοιβαία τις μικρές μας ευτυχίες, περιχαρείς κι αδερφωμένοι μπροστά στην βότκα ή την țuică (ρουμάνικο ρακί από δαμάσκηνα). Σιγά σιγά θόλωνε μπροστά μας η μεγάλη τρισδιάστατη οθόνη της αμφισβήτησης και των μαρξιστικών αναλύσεων. Ευτυχώς το πρωί, ζωσμένος τις προμήθειες μου, έλαμνα χαρούμενος προς τον «πολιτισμό» με την δανεική πιρόγα και τον αδερφοποιτό μου τον Filip. Γυρνούσαμε στη πόλη, καπνίζαμε ένα τελευταίο τσιγάρο στην προβλήτα και φεύγαμε ο καθένας για τον τόπο του…

    (*) Οι Λιποβένοι είναι μια εθνική ομάδα ρωσικής καταγωγής (αριθμός περίπου 19.300 ατόμων), που ζει κυρίως στην κομητεία Tulcea στη Ρουμανία καθώς και στην περιοχή Bugeac (ειδικά γύρω από την πόλη Vâlcov), στην περιοχή της Οδησσού, στην Ουκρανία και στη Βουλγαρία . Μικρές ομάδες Λιποβένοι ζουν επίσης στη Μολδαβία, στην Bucovina, αλλά και στις κομητείες Brăila, Constanța και Ialomița.
    Μετά τη σύνοδο του 1654 κατά την οποία ο Πατριάρχης Νίκων αναμόρφωσε τη ρωσική εκκλησία, άρχισαν να λαμβάνονται περιοριστικά μέτρα από τις ρωσικές κοσμικές και θρησκευτικές αρχές, με αποκορύφωμα την άνοδο του Μεγάλου Πέτρου (1682-1725) στην εξουσία και την εισαγωγή ορισμένων δραστικών μέτρων εξευρωπαϊσμού.
    Η άρνηση ορισμένων πιστών να δεχτούν την ανανέωση σήμαινε ότι υποβλήθηκαν σε αφόρητους φόρους και αναγκάστηκαν να φορούν συγκεκριμένο ρουχισμό. Μη μπορώντας να αντέξουν όλους αυτούς τους περιορισμούς, οι Staroveri (πιστοί της παλιάς τελετουργίας) πήραν τον δρόμο της περιπλάνησης, εξαπλούμενοι σε όλο τον κόσμο (Πολωνία, Αυστρία, Καναδάς, Αλάσκα, Ιαπωνία κλπ.), μεταξύ των οποίων στις εκβολές του Δούναβη, στη Dobrogea (Δοβρουτσά), ακριβώς επειδή, αρχικά οι ψαράδες, από την περιοχή των ποταμών Ντον και Δνείπερου, μπόρεσαν να συνεχίσουν να ασκούν αυτό το επάγγελμα.
    Γνωστοί από τις τοπικές αρχές ως Λιποβένοι (Filipoveni, από τον Filip Pustoviat, ένας από τους ηγέτες τους), διατήρησαν τη γλώσσα, τα έθιμα και την πίστη τους, διαιρεμένοι και με βάση θρησκευτικά κριτήρια (το 1690 χωρίστηκαν σε Popovti – Παπικοί και Bezpopovts – μη Παπικοί). Παρακλάδια τους οι μεγάλοι Μοσχοβίτες, Χαχόλοι (Ουκρανοί) κλπ.
    Μετά από μια στάση στο Bugeac, οι Staroveri (παλαιοχριστιανοί) εγκαταστάθηκαν ιδιαίτερα στη Dobrogea και την Bucovina, σε δύο μεγάλα κύματα: το πρώτο μετά την εξέγερση του Bulavin, την εποχή του Μεγάλου Πέτρου (1672 – 1725), το δεύτερο, την εποχή της Τσαρίνας Αικατερίνης της Μεγάλης (1762 – 1796) .
    Εντός της Παλαιού στυλ Ορθόδοξης Εκκλησίας των Λιποβένων, έχουν διατηρήσει τις θρησκευτικές τους παραδόσεις που προηγούνται των μεταρρυθμίσεων που ανέλαβε η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μεγάλου Πέτρου.

    (**) Νίκος Ζαχαριάδης στην ανάλυση του για τους πλούσιους Έλληνες.

    Στην ίδια σειρά

    Χωρίς τη γυάλινη πανοπλία μου

    Μπαμπά, τι νύχτα είναι σήμερα;

    Στη μνήμη των αόρατων ανθρώπων

    Στο χωριό του Τίτο

    Φοιτητής στο Lancaster

    Μια βραδιά έξω από την Τεχεράνη

    Βόρεια Μακεδονία, μια χώρα με αντιθέσεις

    Το δικό μου Παρίσι

    Η Πόλη που άλλαξε για πάντα

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Αντίσταση είναι όταν φροντίζω, αυτό που δεν μου αρέσει, να μην συνεχίζεται

    Σαν σήμερα 9 Μαΐου, του 1976, βρέθηκε απαγχονισμένη στο...

    Εγκλήματα της νέο-αποικιοκρατίας στην Παλαιστίνη

    Με τη φράση «Το βασικό όμως είναι εμείς, οι...

    Μάνος Χατζιδάκις: “Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι”

    Δημοσίευμα στην ιστοσελίδα musicpaper.gr στις 8 Μαΐου 2012 O Mάνος...

    Μάης ’68 με τη ματιά του Μάκη Καβουριάρη

    «Ο Μάκης ήταν μία εμβληματική μορφή για όλους εμάς...
    -- Διαφήμιση --